Τόνι Μόρρισον – “Αν θέλεις να πετάξεις ψηλά, θα πρέπει να αφήσεις πίσω σου ότι σε κρατάει χαμηλά”
Την περίοδο των σπουδών μου, η καθηγήτρια της Αγγλικής λογοτεχνίας, επέμενε πως είναι από τα βιβλία που θα έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάσει κάποιος έστω και μία φορά στη ζωή του. Μου κίνησε, λοιπόν, την περιέργεια και θέλησα να το ανακαλύψω. Ήταν η πρώτη φορά που διάβαζα κάποιο έργο της Τόνι Μόρρισον– της γυναίκας που δικαιωματικά τοποθετείται στην κορυφή των σύγχρονων αγγλόφωνων συγγραφέων.
Όταν της απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας, το 1993, ένιωσε δικαιωμένη, γιατί πίστευε ακράδαντα ότι μέχρι τότε “ένας ολόκληρος κόσμος μαύρων γυναικών συγγραφέων, είτε είχε αποσιωπήσει, είτε είχε περιθωριοποιηθεί από την κατεστημένη λογοτεχνία.” Η ίδια δηλώνει απερίφραστα: “Ήθελα, απλώς, να γράψω αμετάκλητα και αδιαμφισβήτητα μαύρη λογοτεχνία. Όχι γιατί είμαι μαύρη ή επειδή οι μαύροι είναι οι πρωταγωνίστρια της. Αλλά γιατί θα είχε ως διαπιστευτήριά της όλα εκείνα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία που συνιστούν τη μαύρη τέχνη.”
Η Κλοέ Άντονι Γόφορντ -όπως είναι το πραγματικό της όνομα- οφείλει το χαιδευτικό Τόνι, στους συμφοιτητές της, στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ και το επίθετο Μόρρισον στον πρώην σύζυγό της, Χάρολντ Μόρρισον.
Η Μόρρισον, χωρίζει στην πορεία και μεγαλώνει μόνη της τους γιους της, δουλεύοντας ως επιμελήτρια εκδόσεων. Γράφει τα βιβλία της τα βράδια, στον ελάχιστο χρόνο που της απέμενε από τις πολλές υποχρεώσεις της.
Ήταν το 1978, όταν δημοσιεύτηκε “Το τραγούδι του Σολομόν”. Πρόκειται για μια εξευρεύνη θρύλων και των παραδόσεων των Αφρικανών προγόνων μέσα από τη ζωή ενός άνδρα που θύμιζε τον παππού της. Το βιβλίο αυτό, τιμήθηκε με το βραβείο της Ένωσης Λογοτεχνικών Κριτικών. Από τότε, η Μόρισον αφοσιώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή. “Beloved”- “Αγαπημένη”, θεωρείται το καλύτερο μυθιστόρημά της. Ένα έργο όπου καταγράφονται οι τραγικές συνέπειες της δουλείας μέσα από την ιστορία της Σεθ. Μιας γυναίκας που σκότωσε την κόρη της προκειμένου να την απαλλάξει από τα βάσανα της σκλαβιάς.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα μέσα του περασμένου αιώνα στο Κεντάκι, ενώ περιστρέφεται γύρω από ένα σημαντικό ερώτημα: έως πού θα φτάσει μια γυναίκα, για να προστατεύσει τη ζωή της και τα παιδιά της από αυτό που πρόκειται να τους συμβεί. Είχαν δυστυχώς, την ατυχία να γεννηθούν σκλάβοι…
Μια μαύρη γυναίκα παίρνει το πριόνι και σκοτώνει το κοριτσάκι της που μόλις μπουσούλούσε για να μην το πάρουν οι κυνηγοί των σκλάβων. Θέλει να σκοτώσει και τα άλλα παιδιά της για να γλιτώσουν τη σκλαβιά. Δεν προλαβαίνει όμως. Την οδηγούν στη φυλακή, αλλά τελικά γλιτώνει την κρεμάλα. Οι γιοι της την εγκαταλείπουν μόλις μπαίνουν στην εφηβεία κι εκείνη μένει με την τελευταία της κόρη, αποκομμένη από τη μαύρη κοινότητα, παλεύοντας με το φάντασμα του μωρού που σκότωσε. Στον τάφο του, δεν είχε χρήματα παρά μόνο να χαράξει μία λέξη:”Βeloved”. Κάποια στιγμή, όλα αλλάζουν όταν έρχεται ένας άντρας στο σπίτι που τον ξέρει από τη σκλαβιά και καταφέρνει να διώξει το φάντασμα μακριά. Λίγο καιρό αργότερα, εμφανίζεται μια κοπέλα που την λένε “Beloved”, η οποία κάνει τη ζωή της παράδεισο και κόλαση μαζί.
Το 1988, το “Beloved” – που κόβει την ανάσα με την κοφτή και γεμάτη λυρισμό γλώσσα του- κερδίζει το βραβείο Pulitzer λογοτεχνίας, ενώ είχαν αρχίσει να την αποκαλούν μαύρη Τζέιμς Τζόις ή Ουίλιαμ Φοκνερ. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, επιδίωξή της είναι :”Το έργο μου να καταφέρει δύο πράγματα. Πρώτον, να είναι όσο απαιτητητικό και εκλεπτυσμένο θέλω να είναι. Και συγχρόνως να είναι τόσο προσιτό, ώστε να συγκινεί τα πλήθη. Όπως ακριβώς η τζαζ.”
Γράφει η Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Πηγή: κλικ