Στα ράφια βιβλία, παλιά σκουριασμένα,
και τόσοι στη μνήμη φωλιάζουν εκείνοι,
οι κόσμοι που όλο απόμακροι μοιάζουν,
κι οι δρόμοι που βήμα με βήμα αραχνιάζουν.

Ποιας νύχτας σκοτάδι ερωτεύτηκα σφόδρα;
Της θάλασσας κύμα θολό και εκείνην
που ευχόταν να μείνει για πάντα κοντά μου,
γδυνόταν, ντυνόταν, φυγή για να γίνει.

Φρικιά που ποτέ δεν μείναν μακριά μου,
στο δέρμα μου γίναν οι πιο καλοί φίλοι.
Φρικιό με φωνάζαν, κι εμένα κοντά τους,
τον ήλιο να δούμε παρέα το δείλι.

Κι εγώ που βιαζόμουν: “τα ρέστα μου όλα”
ποντάροντας πάντα κομμάτια δικά μου.
Φοβόμουν, το ξέρεις, αυτό το παιχνίδι,
που πιόνια σκοτώνουν – σπαθί στη καρδιά μου.

Αν τώρα μου μοιάζουνε όλα σαν ψέμα,
θυμάμαι παιδί πως πίστευα σ’ένα :
πως ήταν ο δρόμος εκείνος στο σπίτι,
ολόκληρος κόσμος κι εγώ είχα στέμμα.

 

Κριστιάν Νίρκα

 

πίνακας: Soir Bleu, 1914 Edward Hopper