Πέρασαν ώρες, πέρασαν μέρες, πέρασαν εβδομάδες, πέρασαν μήνες από τότε που ο Σαμπάοθ οργίστηκε και έδιωξε μέσα από τον παράδεισο το ζευγάρι των πρωτόπλαστων ανθρώπων. Νέους κόσμους έφτιαξε, παλιούς κόσμους χαλούσε, να χορτάσει τη χαρά της δημιουργίας ο ωκεάνιος νους του και η φλογερή του καρδιά. Ήθελε να τους ξεχάσει τους δυο καταραμένους, έκανε κι όλας πως δεν τους συλλογιόταν πια, πως δεν τον έμελλε το πού βρίσκονται και πώς τα περνούν. Όμως ο νους του, ολοένα και πετούσε κατά κείνους… Πατέρας! 
Ο Σαμπάοθ είπε επίσημα :

– Ευλογημένη να είναι ετούτη η μέρα της συγχώρεσης, η μέρα του γυρισμού, να λογαριαστεί σαν ακόμη μια μέρα από τις 7 της δημιουργίας, γιατί σήμερα δημιούργησα την συγχώρεση. Σηκώνω την αμαρτία από πάνω σας, θα σας κάνω πάλι αγνούς κι ανήξερους σαν τα πουλιά, θα σας κάνω άγιους σαν τους αγγέλους, αθώους όπως ήσασταν πριν δαγκώσετε το μήλο της αμαρτίας και δείτε την γύμνια σας.

– ‘Οχι αυτό, έλεος πατέρα βόγκισαν οι δυο άνθρωποι. Αν αληθινά απόμεινε μέσα στην καρδιά σου λίγο έλεος για μας, άφησε μας να φύγουμε πίσω πανάγαθε. Άφησέ μας στο αμάρτημα που έγινε ο πλούτος της ζωής μας. Άφησέ μας στην νόηση του καλού και του κακού που έγινε η πικρή σοφία μας. Άφησέ μας στην γύμνια μας που έλυσε την μοναξιά του κορμιού μας. Συμπάθησε μας Κύριε που κάναμε έναν νέο παράδεισο την κατάρα σου. Βρήκαμε την νέα μας Εδέμ στον έρωτα και τη δημιουργική δουλειά. Μέσα στα δολερά λόγια του φιδιού ήταν μια νέα αλήθεια.
– Κι ο θάνατος τρελά παιδιά ; Τον λησμονήσατε τον θάνατο που σέρνεται σαν φίδι πίσω από τα βήματά σας από τότε που χάσατε τον παράδεισο.
– Με τον έρωτα τον νικήσαμε και το θάνατο Κύριε. 
Κι η Εύα σήκωσε στα δυο της χέρια το δέμα που σφιχτά κρατούσε πάνω της τόση ώρα.πάνω στο στήθος της. Μέσα στην αρκουδοπροβιά σάλεψε το μικρό τριανταφυλλί σωματάκι ενός παιδιού.
– Μέσα από το πρόσωπό του χαμογελούσαν όλοι οι αγγέλοι του χαμένου παραδείσου
Ευλόγησέ το πατέρα
Ήταν το πρώτο παιδί της γης.

Στρατής Μυριβήλης

Λίγα λόγια για το Γαλάζιο Βιβλίο

Τογαλαζιοβιβλιο.jpg

«Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: “Το πράσινο βιβλίο, “Το κόκκινο βιβλίο”, “Το βυσινί βιβλίο”, “Το γαλάζιο βιβλίο”, για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ’ το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο προβάλλουν σε συνθέσεις μοναδικού θέλγητρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδας, ένα πνεύμα παγανιστικό. Ο έρωτας είναι το κυρίαρχο γεγονός -ένας έρωτας συγκλονιστικός, πάθος σαρκικό, που την ανάφλεξή του την προκαλεί κάτι το δαιμονικό, εισχωρώντας στο σύμπλεγμά του για να προδιαγράψει μια μοιραία συχνά κατάληξή του. Στις αισθήσεις εμπιστεύεται ο Μυριβήλης να του αποκαλύψουν το μυστικό της ζωής -το νόημα του κόσμου. Κάθε μεταφυσική ερμηνεία του τη θεωρεί παραπλανητική. Μέσα από αυτό το εύθραυστο ηχείο, το σώμα, ακούει τη σιβυλλική σιωπή -ό,τι αποκαλούμε ένστικτο- να συνοψίζει τη σοφία μίας αρχέγονης πείρας. Σ’ αυτήν την άσφαλτη πείρα θεμελιώνει τη συμπεριφορά των ηρώων του. Το σώμα, γι’ αυτόν, δημιουργεί δεσμούς αγάπης αλλά και αιχμές μίσους. Μέσα απ’ τις σελίδες τους αυτοψυχογραφείται ένας επικούρειος, ο φίλος των ταπεινών ανθρώπων, ο εραστής του γυναικείου φύλου, ο αντικληρικός, ο εχθρός της λογιότητας, ο φανατικός πιστός στις έννοιες έθνος και ελληνισμός -αμετακίνητος πια στο βάθρο του ως αναμφισβήτητος “κλασικός” της γενιάς του».