Βραδιάζει και άναψα το φως

και κάνω τάχα πως ακούω τις ειδήσεις .

Στο άδειο δωμάτιο

που θολώνει ο καπνός ,

Θα’θελα να’ρθεις και τα μάτια να μου κλείσεις .

Κι όταν ξυπνήσω και σε νιώθω να ξυπνάς,

Να σε κοιτάζω και βουβά να με κοιτάς .

Για να τη ζήσω πάλι

αυτή τη μέρα ,

θα τα τινάξω όλα στον αέρα  .

Κλείνω τα μάτια

κι όλα σβήνουν από μπρός.

Πέφτω σε νάρκη και η ανάσα μου βαραίνει

Δε με ξυπνάει ούτε φωτιά

ούτε σεισμός

μοιάζω με κάποιον που στον ύπνο του πεθαίνει .

Κι όμως μιαν Άνοιξη και γω θ’αναστηθώ

στο απλωμένο σου το χέρι να πιαστώ .

 

 

Από το βιβλίο του Άγγελου Καλογερόπουλου “ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ”, των εκδόσεων Εν πλω.