“Μία αιωνιότητα και μία μέρα ” , η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου που βραβεύτηκε με Χρυσό Φοίνικα και ακόμα και σήμερα αποτελεί την ελληνική ταινία με την μεγαλύτερη βαθμολογία σε διάσημα site ταινιών ( 7.8/10 Rotten Tomatoes , 5/5 All movie )

Ο Αγγελόπουλος έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως “ο ποιητής της μεγάλης οθόνης”· πλάνα με διαδοχή ονείρου, το ελληνικό τοπίο , η θάλασσα σε ευρυγώνιο, τα πρόσωπα πότε τραγικά ,πότε εξωπραγματικά γαλήνια.Μέσα από τα μεγάλα πλάνα που σε ορισμένες περιπτώσεις διαρκούν αρκετά λεπτά, επιτρέπουν στο θεατή να αποφασίσει που θέλει να επικεντρώσει το βλέμμα του γεμίζοντας το κάδρο με μυριάδες λεπτομέρειες.

Βέβαια, η θεματολογία του είναι επίσης κομμάτι ποιήματος. Ο χρόνος που περνάει , η εγκατάλειψη , η μεταπολεμική Ελλάδα μ’ όλες της τις πληγές , χωρίς προσπάθεια εξωραισμού μέσα από το συρτάκι και τις ελληνικές παραλίες .

Ο Αγγελόπουλος με ειλικρίνεια και υποκειμενικότητα μας άφησε παρακαταθήκη ένα έργο γεμάτο από ποίηση που δεν αντιπροσωπεύει μόνο την παρούσα στιγμή αλλά εξυμνεί έννοιες όπως Ιστορία, Ελλάδα, Παρελθόν, Όνειρο, Τραγικότητα. Άφθαρτο και διαχρονικό όπως κάθε τι αιώνιο.

Aggelopoulos.jpg

Ακολουθεί το ποίημα ” Το γράμμα της Άννας” ,που έγραψε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για  τις  ανάγκες της ταινίας”Μια αιωνιότητα και μία μέρα” (1998).


Κοιμόσουν ακόμα όταν ξύπνησα. Σε κοίταξα δίπλα μου ν’ ανασαίνεις. Ονειρευόσουν… Αλέξανδρε; Το χέρι σου κουνήθηκε λίγο σα να μ’ έψαχνε…τα βλέφαρά σου έπαιξαν κι έπειτα βυθίστηκες πάλι. Μια σταγόνα ιδρώτα ανάμεσα στα μάτια σου κύλησε και ταξίδεψε… Το μωρό από δίπλα μουρμούρισε ένα σιγανό παράπονο, μια πόρτα έτριξε. Βγήκα στην βεράντα… κι έκλαψα… (…)

Αχ, να μπορούσα να κρατήσω αυτή τη στιγμή να την καρφιτσώσω σαν πεταλούδα να μην φύγει. (…)

Σου γράφω μπροστά στη θάλασσα που απλώνεται… λιπόθυμη. Το σπίτι μυρίζει ζεστό γάλα κι υγρό γιασεμί. Σου γράφω, σου μιλάω… Νιώθω ότι σ’ έχω πλησιάσει τόσο πολύ που μου αντιστέκεσαι.

Απειλώ τον κόσμο σου, Αλέξανδρε;

Κι όμως δεν είμαι παρά μια ερωτευμένη γυναίκα. (…)

Τη νύχτα σε κοίταζα. Δεν ήξερα αν κοιμόσουν ή σώπαινες. Φοβόμουν αυτό που μπορούσες να σκέφτεσαι. Φοβόμουν ότι είχα μπει μες στη σιωπή σου. Κι άρχισα να δείχνω εύθραυστη με τον μόνο τρόπο που ξέρω, με το κορμί μου, γιατί τότε δεν κινδύνευε η δική σου ασφάλεια. Δεν είμαι παρά μια ερωτευμένη γυναίκα, Αλέξανδρε. (…)

Περπάτησα γυμνή στην άμμο. Φυσούσε… Ένα καράβι πέρασε. Αργούσες να ξυπνήσεις. Πάνω μου, η ζεστασιά σου ακόμα. Δεν τολμούσα να ονειρευτώ ότι μ’ ονειρεύεσαι. Αχ, Αλέξανδρε! Αν για μια στιγμή το πίστευα, θα διαλυόμουν σε μια κραυγή. (…)

Προσπαθώ να σε κλέψω ανάμεσα σε δυο βιβλία. Ζεις τη δικιά σου ζωή κοντά μας, σε μένα και την κόρη σου, αλλά όχι μαζί μας. Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα φύγεις. Ο άνεμος φυσάει τα μάτια σου μακριά… Όμως, δώσε μου τούτη τη μέρα… Σα να ‘ναι η τελευταία μας. Δώσε μου τούτη τη μέρα. (…)

Πέρα μακριά στο πέλαγο. Το νησί σου ταξιδεύει. Ένα πουκάμισό σου ξεχασμένο ανεμίζει στο μπαλκόνι. Ο, εσύ προφυλαγμένε και μέσα στη σκιά ενός δωματίου, λεηλατημένο από τις φωνές της νύχτας. Σε κοιτάζω με κλειστά τα μάτια. Σ’ ακούω με τ’ αυτιά σφραγισμένα, χωρίς στόμα, σε παρακαλώ. (…)

Σου γράφω μπροστά στη θάλασσα. Ακόμα κι ακόμα… Σου γράφω, σου μιλάω. Όταν… Όταν ξαναγυρίσεις κάποτε σε τούτη τη μέρα, θυμήσου…

Την κοίταξα με όλα τα μάτια.

Τη χάιδεψα με όλα τα χέρια.

Στέκομαι δω και σε περιμένω τρέμοντας.

Δώσε μου τούτη τη μέρα…

Πηγές : photologio , imerodromos ,