I. « J’ en ai marre de vous… Ce monde vous condamne à la faiblesse» 

Το μπράτσο της καρέκλας του αεροπλάνου είναι
εκ κατασκευής άκαμπτο
– επίτηδες χαλασμένο
από το χέρι του απηυδισμένου τεχνίτη- ,

και μια φιγούρα κρέμεται πάνω του,
βαριανασαίνοντας κάθε τόσο.
Ο αεροσυνοδός ηλικίας κάπου στην αρχή του
δυτικού ηλικιακού ημισφαίριου,
φορά μια βέρα ασημένια και
κολόνια περασμένης εικοσαετίας.
II. Action – Go!
Η πτήση γεμάτη άκληρους,
και η απογείωση αργεί
πολλές γενιές μικρών έμβιων όντων.
Ο αεροσυνοδός κρύβει τη βέρα του
ανάμεσα σε άλλα ασημένια αξεσουάρ,
για να αναβιώσει την ελευθερία,
εκείνη των νιάτων του,
την εποχή αυτή που τα δαχτυλίδια
του ήταν άχρηστα.
Η ρόδα του αεροπλάνου
βρίσκει σε κάτι σάπια πορτοκάλια
-που κανείς δε μάζεψε- και πέτρες
και τα παίρνει όλα μαζί του.
Τελευταία ρόδα σηκώνεται και
το σάπιο πορτοκάλι πέφτει στο έδαφος
με ελεύθερη πτώση.
Η έντονη κολόνια επανέρχεται
κάθε τόσο και προκαλεί τάση για εμετό
στους θαμώνες του ιπτάμενου τσίρκου.
III. Enseignez à vos enfants le respect et le véganisme.
Έξω από το παράθυρο ποντίκια και
ένα τεράστιο σμήνος μέλισσες.
‘Ενα παιδάκι χειροκρότησε και
το υπόλοιπο του συνόλου το αποδοκίμασε σιωπηλά.
Μυρίζει τσιγαρίλα και αίμα.
Κάποια δάκρυα στέγνωσαν από τον κλιματισμό και
έμειναν ξερά πάνω σε κρύο πρόσωπο.
Κάποια χέρια σταμάτησαν να κρατάνε και
το αίμα που κυλούσε μέσα τους πάγωσε.
Αυτά μελάνιασαν κι ύστερα
έγιναν κίτρινα σαν ώριμο κεφάλι τυρί.
Το επαγγελματικό χέρι του παντρεμένου,
με τις πολλές βέρες,
μου προσέφερε το βραδινό μου.
Η κολόνια του μου είχε κόψει την όρεξη και
θεώρησα πρέπον να αφήσω το γεύμα
για κάποιον πιο πεινασμένο.
– «Μα όχι δεσποινίς, αν δε το φάτε θα πεταχτεί.
Είναι βετζετέριαν, θα σας αρέσει!»
Και ενώ όλοι απολάμβαναν το γεύμα τους,
δίχως τύψεις
για τα αδικοχαμένα “βρώσιμα” τετράποδα,
κανείς δε διαμαρτυρήθηκε,
για χάρη των πεινασμένων,
που βλέπουν το βέτζι μιλ να πετάγεται.
IV. La vie en rose, sale et pourrie.
Δυο σφιγμένοι ώμοι τινάζονται κάθε τόσο
από νευρικότητα και τα κεφάλια τριγύρω
χλωμά και αδιάφορα.
Μίζερα σχεδόν και καταδικασμένα.
Αυτός ο κόσμος μ’αρέσει.
Μ’αρέσει γιατί είναι μοιραία σάπιος
από τα βάθη του
κι αυτό δεν αλλάζει.
Το παιδάκι που χειροκρότησε,
κι αυτό θα σαπίσει μια μέρα,
θα πέσει σαν μουχλιασμένο
και στεγνό φρούτο
και θα σαπίσει.
V. Le retouche 
Και καθώς αυτοί οι άλλοι μακιγιάρονται
-Τί πλάκα που έχουν Θεέ μου-
Από στρουθοκαμηλισμό κάνουν να  ξεγελάσουν
την αποκαρδιωτική πραγματικότητα.
Νέα μάτια, νέα τσάντα, νέα ρούχα,
νέα χείλια, νέα παπούτσια,
νέα κλειτορίδα,
σε μυαλά γερασμένα.
Τί έχουν να πουν τα μάτια
που κανείς δε συνήθισε το κοίταγμά τους,
το χρώμα τους
και σε ποιόν.(;)
Αυτά τα χείλια δε θα φιληθούν ποτέ αληθινά.
Τα άλλα, έρωτα δε δύνανται να γευτούν.
VI. Allez vite ! Je veux partir! 
Κι εγώ περιμένω υπομονετικά
μέχρι το τέλος της πτήσης να γεράσω.
Να περάσουν από πάνω μου όλες οι μέλισσες
που είδε κάποιος στη ζωή του
και να πάρουν τη δική μου.
Κι ύστερα ας έρθουν τα ποντίκια
να φάνε τη γερασμένη σάρκα μου,
δε με πειράζει.
Το μυαλό μου θα το φτύσουν.
VII. Le dernier souhait
Θα ήθελα να είμαι αεροπλάνο.
Να περνούν από μέσα μου τόσοι και τόσοι σπουδαίοι νιχιλιστές,
να τους πηγαίνω στο αύριο
και κανένας τους να μην μπορεί να με κατηγορήσει.
Μαρία Μούσχουρου