Ποτέ μου δεν είδα άνθρωπο με τέτοιο πόθο να κοιτά το μικρό γαλάζιο κομμάτι, που οι κατάδικοι αποκαλούσαν ουρανό, και κάθε σύννεφο, που γλιστρούσε κι έφευγε με ασημόχρωμα πανιά.

Πήγαινα με άλλες πονεμένες ψυχές και σε μιαν άλλη συντροφιά κι αναρωτιόμουν αν το κρίμα του ανθρώπου αυτού ήτανε βαρύ ή όχι, όταν άκουσα κάποιον πίσω μου να μουρμουρίζει: “αυτόνε θα τονε κρεμάσουνε”.

Χριστέ μου! Μου φάνηκε πως γκρέμιζαν οι τοίχοι της φυλακής κι ο ουρανός γύρω μου μ’ έσφιγγε σα πυρωμένο ατσαλένιο κράνος. Ξέχασα τον πόνο μου στη σκέψη του δικού του.

Ήξερα μόνο ποια σκέψη τάχυνε το βήμα του και γιατί κοίταζε το λίγο φως της μέρας με τόσο ποθεινό μάτι. Είχε σκοτώσει ό,τι αγαπούσε κι έπρεπε να πεθάνει.

Κι όμως. Κάθε άνθρωπος σκοτώνει ό,τι αγαπά κι ας το ξέρει ο καθείς: άλλος μ’ ερωτικά γλυκόλογα, ο δειλός με φιλί κι ο αντρείος με σπαθί.

Ένας σκοτώνει την αγάπη του νέος, άλλοι όταν γερνάν, ένας τη πνίγει με τα χέρια του πόθου, άλλος με τα χέρια του πλούτου. Οι πιο συμπονετικοί τη μαχαιρώνουνε γιατί έτσι ο νεκρός παγώνει γρηγορώτερα.

‘Αλλοι αγαπούνε λίγο, άλλοι πιότερο, άλλοι πουλάνε τον έρωτα, άλλοι τον αγοράζουν, άλλοι σκοτώνουν με δάκρια κι άλλοι βουβά χωρίς στεναγμό, γιατί καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά. Κι όμως. Δε πληρώνουν όλοι τόσον ακριβά.

Απόσπασμα από

“Η Μπαλάντα Της Φυλακής Του Ρήντινγκ”, Oscar Wilde