Η Μαργαρίτα Καραπάνου, σε ένα μανιακό επεισόδιο που έπαθε μόλις 20 ετών, οδήγησε τον εαυτό της σε ένα μπαλκόνι με σκοπό να πέσει. Φρόντισε να κλειδώσει το σπίτι για να μην μπορεί να μπει κανείς και αποφάσισε να πηδήξει μπροστά στη μητέρα της, η οποία φώναζε κάτω από το σπίτι μπροστά από έναν νεαρό ταξιτζή που τις περίμενε για να τις πάει κάπου.

Ο Μπάμπης, που οδηγούσε ταξί και κάπνιζε Καρέλια Αγρινίου και σύχναζε στις ταβέρνες του Πειραιά, σκαρφάλωσε τρεις ορόφους απ’έξω μέχρι το μπαλκόνι και με κάποιο τρόπο έσωσε την Καραπάνου, χωρίς να μπορεί να πολυκαταλάβει τι σημαίνει μανιοκατάθλιψη και αφελώς θεωρώντας όλα αυτά “μαλακίες και τρέλες της ηλικίας”. Της είπε “θα σε πάω εγώ σε μια ταβερνούλα και θα σου περάσουν όλα”.

Η Καραπάνου περιγράφει πως μια από τις πιο συγκινητικές φράσεις της ζωής της βγήκε από εκείνο το στόμα του Μπάμπη του ταξιτζή, που την πήγε σε μια ταβέρνα στον Πειραιά να την ταΐσει μπαρμπουνάκι και ζεστό ψωμί, όταν βλέποντας την ανορεξία της Μαργαρίτας την ρώτησε “γιατί δε μου τρως, έλα να φας, έλα να συνέλθεις “. Αυτό το “μου” κάπως συγκίνησε τη Μαργαρίτα που φαίνεται πως με ένα τρόπο εκείνο το βράδυ η ταβέρνα μεταμορφώθηκε σε ένα τόπο αποδοχής για εκείνη, σε ένα θεραπευτήριο, και άρχισε κάπως να τρώει με σχετική απόλαυση και ηρεμία.

Ο Μπάμπης που δεν ήθελε να την κουτουπώσει, μα να την φροντίσει όπως φροντίζουν ένα παιδί, την υποδέχτηκε στον κόσμο του σαν εκείνος να είναι μια άλλη ανατρεπτική φροντίστρια νοσοκόμς. Την έβαλε στο ταξί με λαϊκά στο κασετόφωνο και χωρίς να ξέρει ούτε από ανθρωπολογίες, ούτε από θεραπείες, με το φαΐ έχτισε ένα τελετουργικό από αυτά που καταβάθος όλοι οι μικροί άνθρωποι έχουν ανάγκη· κάποιον μια φορά να σε ταΐσει στο στόμα, όπως ξεκινάει η ζωή μέσα από την τροφή. Όπως η τροφή, σύμφωνα με τα λόγια της Τσαλίκογλου αποτελεί το πρώτο “ερωτικό μητρικό αντικείμενο”.

Ο “ανυποψίαστος” και λαϊκό αγόρι Μπάμπης, μέσα στην, ας μη γελιόμαστε, σαφώς ισοπεδωτική του προσέγγιση για την ψυχική υγεία, είχε μια βαθιά φιλοσοφία που τη συμπύκνωσε στην επωδό του :

“Όλα καταστρέφονται πολύ εύκολα. Είναι άχρηστα τα πράγματα”.

Η έννοια του εφήμερου, η αδυναμία να τα γιατρέψουμε τελικά όλα, εκείνη η άκρη του γκρεμού είναι σταυροδρόμια που βαδίζουμε συχνά πυκνά, ανεξάρτητα από το αν πάσχουμε ή όχι από μανιακά επεισόδια. Πολλοί από εμάς ακόμα κι αν δε θα το κάναμε και αν δεν θέλουμε να το εξομολογηθούμε, φανταστήκαμε έστω μια φορά πως πέρνουμε φόρα και πέφτουμε από ένα μπαλκόνι γιατί δεν αντέχαμε.

Έχουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπάρξει παιδιά με τραυματισμένα γόνατα και ευτυχώς όλο και κάποιος άνοιξε την αυλή του και μας μάζεψε βάζοντας και ένα πιάτο φαϊ μπροστά μας, ως ένδειξη φροντίδας.

Και τελικά στη ζωή το δύσκολο δεν είναι να βρεις κάποιον να σε ταϊσει στο στόμα. Το δύσκολο είναι να απολαμβάνεις τις κτητικές αντωνυμίες και να αντέχεις την ανάγκη σου να σε ταΐζουν στο στόμα. Το δύσκολο είναι εκείνο το χέρι που σε ταΐζει μπαρμπουνάκι στο στόμα, και εσύ δεν ξέρεις τι να δαγκώσεις, το χέρι ή το ψάρι.

Καμιά φορά, είναι φορές, που αρκεί μια ταβέρνα, ένα αμάξι και ένα κασετόφωνο.

Ή όπως λέει ένα άλλο ποίημα, καμιά φορά θα πρέπει να καταργήσεις τον ουρανό κι όλο τον κόσμο και να αφήσεις μονάχα μια ταβέρνα, ένα ποτό, ένα τραγούδι και εσύ, εσύ να περνάς απέξω, να σε βλέπω.

Όλα είναι εφήμερα. Μα το εφήμερο ευτυχώς κρατάει για πάντα.

Βάλια Τσιριγώτη

Πηγή : από το προφίλ της Βάλιας Τσιριγώτη στο Facebook