Σ’ένα άλογο
Έχω πολλά να σου πω. Στους ανθρώπους συνήθως σιωπάω, όπως κι εσύ άλλωστε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είχες επιλέξει εμένα να πεις τα μυστικά σου. Μυστήριο που κι εγώ, απ’όλους, γυρεύω εσένα να μιλήσω.
Έχει ένα γεμάτο φεγγάρι. Η νύχτα μυρίζει φθινόπωρο. Έχω καιρό να σε δω. Ο κόσμος πάλιωσε από τότε που βρεθήκαμε. Τιμωρεί τη νιότη μας λίγο- λίγο.
Αν άλλοτε σκόνταφτα στην ανεξήγητη βιασύνη, τώρα πια ημέρεψα· όπως κι εσύ. Ζητάω λίγη τροφή κι ένα χάδι πριν να με τρέξουν· όπως κι εσύ.
Καμία φορά τους ρίχνω απ’τη ράχη μου και κάνω να τους πατήσω, να τους διαλύσω στο χώμα, να τους κάνω κομμάτια – όπως κι εσύ- μα, όπως κι εσύ, μετανιώνω τελευταία στιγμή. Πάντα αστοχώ, στη τελευταία πνοή.
Σκυμμένο κεφάλι. Μια φορά σε είχα ζορίσει τόσο που είχες δακρύσει. Θυμάσαι; Δεν σου είχα ζητήσει συγγνώμη. Απλώς σε είχα ρωτήσει, πότε τα άλογα λυγίζουν; Αν κατάλαβα ακριβώς μου είπες «λίγο πριν ξεχάσουν πως είναι να’σαι ελεύθερος».
Κι εσύ όταν απόρησες, πότε οι άνθρωποι δακρύζουν, σου έδειξα πως κλαίνε, όταν θυμούνται ότι ελεύθεροι δεν υπήρξανε ποτέ.
Ακούω μέσα μου τον καλπασμό σου. Το ρυθμικό σου πέταγμα πάνω στις νότες, όπως η καρδιά χτυπάει. Γεύομαι τη σιωπή απ’τα μαύρα σου ματάκια όπως όταν στην καρδιά χτυπάνε. Κι αυτοί, δεν αστοχούν ποτέ.
Πάμε μια βόλτα στο δάσος οι δυο μας. Σου υπόσχομαι πως έχω μάθει πια να περπατάω πλάι σου, ή έστω να πετώ μαζί σου.
Κριστιάν Νίρκα