[Η μικρή ιστορία ενός ενοίκου]
.
.
.
Πρώτος τοίχος: τι όμορφος! τον έχω βάψει όπως ακριβώς θέλω

Δεύτερος τοίχος: θα κολλήσω και φωτογραφίες για να θυμάμαι

Τρίτος τοίχος: λες ε, να αλλάξω το χρώμα;

Τέταρτος τοίχος: τι κάνω εγώ εδώ μέσα;
.
.
.

Έτσι χτίζει και γκρεμίζει τα σπίτια του,
ακούγοντας τον διπλανό να ξυπνάει,
οι μέρες γλιστρούν κατά μήκος των τεσσάρων τοίχων
και φεύγουν

Συνηθίζει το χρώμα
Τα πρόσωπα
Την υγρασία
Δεν τον πειράζουν πια τα τηλεφωνήματα του διπλανού

Και ξαφνικά
μετά από αμέτρητα βράδια συνομιλίας με το ίδιο ταβάνι
βρίσκει ταβάνια με μεγαλύτερες αγκαλιές από του δικού του
πιο ζεστές

και μετά από πολλά ταβάνια πια
και πολλές μουσικές και συνομιλίες
πίσω από διάφορους χάρτινους τοίχους

καταλαβαίνει

σα μικρό παιδί
ότι το Σπίτι δεν υπάρχει ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους
αλλά κάπου φυλαχτό Μέσα του

για να το βρίσκει
όταν θα το ψάχνει
σε καιρούς κρύους
και σε μέρη που μόνο Σπίτι δεν θα θυμίζουν.

 

Μαρίλια Φωτοπούλου