Μονόπρακτο- Όλγα Μπαρμάζη
Στη σκηνή πρόσωπα δύο.
Στέκονται στη σκιά διαγωνίως. Κοιτάζουν.
Ψηλά το φως δονεί λεπτότατη την ακμή
− άλλως θα έδειχνε ευθεία.
Το ένα στρέφει να δει την αντανάκλαση
να μαχαιρώνει τη σιωπή στα μάτια του άλλου.
«Θαυμάζεις!» διακόπτει κατηγορηματικά.
«Ζηλεύω», θα έλεγε αν αποκρινόταν,
αλλά του λείπει ο ζήλος. Περιορίζεται στο «Εσύ;»
Ώσπου να ολοκληρωθεί η Πράξη,
κάθονται κατάχαμα, στη σκιά διαγωνίως.
Προϊόντος του χρόνου το τέλος επέρχεται,
και τότε μιλούν:
«Είναι καλά έτσι, ασφαλώς».
«Ναι, ουδείς φόβος, παρά του ξυρού την ακμή».
Αυλαία.