Στη σκηνή πρόσωπα δύο.

Στέκονται στη σκιά διαγωνίως. Κοιτάζουν.

Ψηλά το φως δονεί λεπτότατη την ακμή

− άλλως θα έδειχνε ευθεία.

Το ένα στρέφει να δει την αντανάκλαση

να  μαχαιρώνει τη σιωπή στα μάτια του άλλου.

«Θαυμάζεις!» διακόπτει κατηγορηματικά.

 «Ζηλεύω», θα έλεγε αν αποκρινόταν,

αλλά του λείπει ο ζήλος. Περιορίζεται στο «Εσύ;»

Ώσπου να ολοκληρωθεί η Πράξη,

κάθονται κατάχαμα, στη σκιά διαγωνίως.

Προϊόντος του χρόνου το τέλος επέρχεται,

και τότε μιλούν:

«Είναι καλά έτσι, ασφαλώς».

«Ναι, ουδείς φόβος, παρά του ξυρού την ακμή».

Αυλαία.