Προδίδω τα χέρια μου όταν…
Προδίδω τα χέρια μου όταν τα κάνω φυλακές του στόματός μου• να μου το κρατούν φραγμένο μην τυχόν και μιλήσω για το άδικο και το λάθος.
Προδίδω τα χέρια μου όταν ξεχνώ το σχήμα της αγκαλιάς, όταν τους μαθαίνω το σχήμα της γροθιάς.
Τα προδίδω όταν απρόσεκτα τα εμπιστεύομαι σε άλλα χέρια, ρόδινα, ξεχνώντας τα αγκάθια. Ή όταν τα δίνω χαμογελώντας σε βρώμικα χέρια, σε μια υποκριτική χειραψία. Τα γεμίζω εκδορές και λάσπη.
Προδίδω τα χέρια μου όταν δεν τα χρησιμοποιώ για να φτιάξουν παιχνίδια για τα παιδιά, καρέκλες για τους ηλικιωμένους, τραπέζια για τους πεινασμένους. Όταν μόνο καταστρέφουν. Όταν μόνο τρώνε χωρίς να μαγειρέψουν.
Προδίδω τα χέρια μου όταν κλειδώνω δυο φορές την πόρτα του σπιτιού μου αντί να την ανοίγω τρεις, για κάθε φίλο, άγνωστο, ταξιδιώτη αδερφό μου.
Προδίδω τα χέρια μου, όταν δεν τ’απλώνω να πιάσω τα δικά σου, να σε τραβήξω προς το μέρος μου, μην πέσεις στους γκρεμούς σου. Βλέπεις, έχουμε χέρια μαθημένα μόνο στο να σπρώχνουν, γι’αυτό μας δυσκολεύουν και οι πόρτες που γράφουν “έλξατε” επάνω. Που να κάνεις τώρα κι ένα βήμα πίσω για ν’ανοίξουν.
Καμία φορά, προδίδω και τα όσα μου εκμυστηρεύονται τα χέρια μου. Πουλάω τα πιο σπουδαία τους μυστικά, που έχω καλά φυλαγμένα κάτω από κάτι ανοργάνωτα χαρτιά. Τα δίνω σε ξένα μάτια που μπορούν να δουν το κάθε σημάδι, την κάθε ρυτίδα, την κάθε βρομιά του λασπωμένου χρόνου επάνω στα χέρια μου.
Έτσι κι εκείνα κρύβονται πάντοτε στις τσέπες μου όταν βαδίζω. Τρέμουνε λίγο σε κάθε χειραψία. Και πάντα μα πάντα, είναι κρύα· σαν τον χειμώνα, σαν τα βλέμματα των ανθρώπων, σαν τις νεκρές ελπίδες. Ίσως ένα ζευγάρι γάντια, να’ταν μια λύση.
Κριστιάν Νίρκα