Μπροστά από έναν καθρέπτη μίλησες για εμάς τους δύο.
Δίστασες να γνωρίσεις τη λύτρωση από τον πόνο της ζωής,
στερήθηκες να πεις στον πόνο αντίο

Μπροστά από ένα ημερολόγιο, λιποθύμησαν του μυαλού σου οι μνήμες.
Χαράχθηκαν σε λέξεις που παλεύουν με τις ζεστές ημέρες του νοσταλγικού καλοκαιριού ως τους παγωμένους μήνες

Πώς θα ήταν άραγε αν η ψυχή σου δεν παγιδευόταν μέσα στις σκοτεινές νύχτες;
Αν ανεπνεες, χωρίς να φοβάσαι τα φαντάσματα που κάποτε είπες ότι βρήκες;

“Θάρρος!” σου φώναζε η Ανατολή,
μα το μυαλό σου κοίταζε τη Δύση
και η καρδιά σου φλεγόμενη από το ανεκπλήρωτο πάθος του έρωτα, δεν έβρισκε προστάτη να τη σβήσει

Άνθρωπο ανίκανο, σε βάπτισε ο κόσμος,
μα εσύ αφέθηκες να σε συνεπάρει ο πόνος.
Και ενώ οι τρελοί σου λογισμοί, φωτίζονταν κάτω απο τα δικά μου μάτια,
εσύ επέμενες να ραγίζεις τα ήδη σπασμένα σου κομμάτια

Έτσι, μπροστά από ένα λευκό χαρτί με άφησες να αναρωτιέμαι,

γιατί,

χωρίς ρίζες για να ανθίσει από μέσα σου η ζωή, η ύπαρξή σου πλέον λησμονιέται