Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι…

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας…

Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν…

Στην έκδοση Φέξη αναφέρει ότι το ποίημα γράφτηκε 6.5.1937 και δημοσιεύτηκε στο χριστουγεννιάτικο τεύχος της Νέας Εστίας, ενώ επίσης συμπεριελήφθη στην έκδοση του 1939.