«Tο βλαστάρι μου» διήγημα του Βαγγέλη Βαϊάννη
Εξ απαλών ονύχων με συνάρπαζε το ενδεχόμενο να γίνω νονός. Ίσως αυτό να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό από την στοργή που μου έδειχνε ο δικός μου με τα λόγια , που όμως ποτέ δεν συνοδεύτηκαν από κάποιο αγαθό στις μεγάλες γιορτές . Έτσι δεν κατάφερα και εγώ να ξεδιπλώσω την κομπορρημοσύνη μου στους συμμαθητές μου στο δημοτικό για αυτόν τον “αόρατο” νονό που τάιζε τον παιδικό μας ενθουσιασμό με πλουσιοπάροχα δώρα. Ήταν, αν θέλετε , μια υποδόρια αίσθηση πως όφειλα να εξαργυρώσω το δικό μου κουπόνι στον θεσμό αυτό με τον τρόπο που ποτέ δεν έτυχε σε εμένα.
Παρόλα αυτά, με την ίδια ένταση απέρριπτα μετά βδελυγμίας το ενδεχόμενο να βαφτίσω “τέχνη” το βάδισμα σε κάποια αλλόκοτη και πομπώδη γραφή. Παρόλο που συχνότατα επικοινωνούσα με τον εαυτό μου-διότι τον θεωρούσα τον πιο ενδιαφέροντα τύπο μεταξύ των υπολοίπων στο χωριό “Γκούρα” της ορεινής Κορινθίας όπου μεγάλωσα- ποτέ μου δεν έδειξα σημάδια καλλιτεχνικής γραφής. Μικρός πίστευα ακράδαντα πως οποιαδήποτε αλλαγή θα μπορούσε να έρθει στον κόσμο με τα δάχτυλα μου , αυτή θα ήταν με τη μορφή της χειρωνακτικής εργασίας ή τουλάχιστον , αν ευόδωναν οι εξετάσεις μου στο μέλλον , με κάποιο επάγγελμα θετικών επιστημών. Kαι όχι πληκτρολογώντας ή γράφοντας. Στη καλύτερη περίπτωση, θα φερόμουν σε κάποια μορφή συγγραφής στο μέλλον ως μια ερωμένη που εκλύω την περιττή μου ενέργεια, για να επιστρέψω ξανά στα μουλωχτά στην σύζυγο της επιστήμης μου.
Βέβαια ούτε με τις κοπέλες τα πήγαινα περίφημα. Προτιμούσα να φαντάζομαι απλώς τη σάρκα τους , όπως κάθε έφηβος, χωρίς ωστόσο τη παραμικρή κίνηση προς αυτές. Την εμπλοκή μου σε συναισθηματικές περιπέτειες και το κολύμπι σε αχαρτογράφητα νερά το είχα αποκηρύξει από νωρίς , ίσως στα 12 ή 13 μου. Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να φέρεται στη μητέρα μου με έναν τρόπο που δεν αντιστοιχούσε σε έναν άντρα. Αλλά κάθε φορά που την έδερνε , τόσο αυτή πείσμωνε πως δεν θα έπρεπε να τον παρατήσει ώστε να μη στεναχωρηθώ εγώ. Ως μοναχοπαίδι , είχα την αποκλειστική ευκαιρία να παρακολουθώ σινεμά σχεδόν κάθε δεύτερη μέρα αργά το βράδυ, μόνο που αν και στην αρχή σιχαινόμουν αυτή τη ταινία , μετά την συνήθισα. Είχα το μονοπώλιο του θεάματος σε μια σκηνή βίας κατά της μητέρας μου και δεν ήξερα πως να αντιδράσω παρά αφομοιώνοντας το ως κανονικότητα.
Τα πράγματα όμως έγιναν πιο περίπλοκα όταν 4 χρόνια μετά, στα 16 μου, η μαμά μου πέθανε . Πέρα από ορισμένα δακρύβρεχτα πλην αφηρημένα και γενικόλογα λόγια για τον χαμό της, ουδέποτε κατάλαβα πως πραγματικά πέθανε. Ήξερα μέσα μου ότι δεν τη σκότωσε ο μπαμπάς σε κάποια σκηνή βίας της ταινίας αυτής , μολονότι δεν υπήρχε τίποτα που να με έπειθε για αυτό. Όσο δύσκολο και αν είναι να μην είσαι το παιδί κάποιας μάνας στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης σου , ήμουν πεπεισμένος ότι η τακτική της εθελοτυφλίας, ή καλύτερα της ψυχρής απάθειας σε ότι και αν εκτυλίζεται κινηματογραφικά στη κωμωδία που φέρει το όνομα της ζωής, ήταν το ζωτικό μου αντίδοτο σε οτιδήποτε μου συνέβαινε από εδώ και στο εξής. Και η αντίληψη αυτή έγινε πράγματι η πυξίδα της μετέπειτα ζωής μου.
Η καθημερινότητα στο κατώφλι του Λυκείου με βρήκε ζώντας σχεδόν μοναχός μου , με τον πατέρα μου να κολυμπά στο τρίγωνο σπίτι-καφενείο-μπαρ με μια ατόφια ευκολία σαν επαγγελματίας κολυμβητής που ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς. Για καλή μου τύχη είχα στη κατοχή μου ένα ποδήλατο που είχαμε κλέψει οικογενειακώς πριν χρόνια από μια άλλη οικογένεια που δεν πολύ-συμπαθούσαμε και έτσι έγινε το όχημα μου τα χρόνια στο Λύκειο. Μου ήταν πολύ ευχάριστο να κατεβαίνω την κατηφόρα προς το σχολείο θαυμάζοντας άλλοτε την χλωρίδα που έθαλλε στο χωριό μας και άλλοτε τα ωραία κορίτσια που έθαλλαν και αυτά μαζί της στην εφηβεία , ώστε να γίνουν θελκτικές για τα μεγαλύτερα αγόρια του σχολείου. Είναι αλήθεια πως η φύση της Γκούρας και του Φενεού ευρύτερα , αποτελεί το ομορφότερο λάφυρο που είχα δει ποτέ μου να βρίσκεται έξω από μουσεία. Ο κορινθιακός αέρας που ρουφούσα κάθε πρωί σε συνδυασμό με την λίμνη Δόξα που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα από τη διαδρομή που ακολουθούσα , ήταν ικανά να μπολιάσουν την καρδιά μου με την απαιτούμενη ορμή για να γίνω Βιολόγος. Με άλλα λόγια , να μελετήσω σε βάθος και εμβριθέστερα τα μοναδικά αποφάγια που μας άφησε ο Θεός στη γη για να τον σκεφτόμαστε. Έτσι τα τρία χρόνια αυτά έχοντας τακτοποιήσει την αυτάρκεια μου στο σπίτι-φαϊ εξασφάλιζα επαρκώς από το κατηχητικό , κρεβάτι να κοιμηθώ είχα δικό μου και με βιβλία με τροφοδοτούσαν οι δάσκαλοί μου συνεχώς- έβαλα τον εαυτό μου στις ράγες των σπουδών Βιολογίας. Μετά το θάνατο της μητέρας μου είχα λάβει και ως δώρο παρηγοριάς ένα ολοκαίνουριο μοντέλο κινητού τηλεφώνου. Αυτό έγινε ο εκτελεστικός βραχίονας των σκέψεων μου και με βοήθησε να παίρνω απαντήσεις σε πολλά βοηθητικά για εμένα ή να βρίθω αποριών σε άλλα σκιερά πράγματα που μου έρχονταν στο νου. Ήταν όμως σε γενικές γραμμές ένας ευχάριστος τρόπος να εκτονώνω την ενέργειά μου έχοντας ως βάση σκέψης τα κορίτσια που έβλεπα στο σχολείο , η εικόνα των οποίων συμπληρωνόταν από την ελευθερία πρόσβασης σε ό,τι άλλο θα με βοηθούσε για το σκοπό αυτό.
Κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες μου για πολλά χρόνια. Ξέχασα να πω ότι κρατούσα και ημερολόγιο, αποκηρύσσοντας το παλιότερο μου δόγμα περί μη γραφής. Δεν είμαι βέβαιος αν επρόκειτο για ημερολόγιο ή περισσότερο για μια μυθιστορηματική κατασκευή της πραγματικότητας που έγραφα πότε εγώ και πότε κάποιος που δεν θυμάμαι πλέον το όνομα του. Όταν έφτασε η πρώτη μέρα των πανελληνίων εξετάσεων, βρήκα φοβερά αστείο το πως βυθίζονταν οι συμμαθητές μου στο άγχος και στη δυστυχία προτού καν πιάσουν το μολύβι. Εγώ από την άλλη πίστευα πως ακόμα και αν δεν έπιανα το στόχο μου , θα συνέχιζα να ασκώ το επάγγελμα του Βιολόγου, απλώς χωρίς αμοιβή. Σίγουρα λεφτόδεντρο δεν είχα ανακαλύψει ακόμα να υπάρχει κάπου στο χωριό , αλλά αμφιβάλλω αν όλοι οι φίλοι του πατέρα μου- και εκείνος μαζί- δεν πλήρωναν στα καφενεία. Όλοι τους ήταν τεχνίτες του χωριού, που μάλιστα μια χαρά ζούσαν σε σύγκριση με όσους αναζητούσαν σωσίβιες λέμβους στον ωκεανό των πόλεων. Το καλοκαίρι αυτό μετά τις πανελλήνιες με πήρε μαζί στη δουλειά του.
Δεν ήμουν ποτέ βέβαιος για το τι επαγγέλεται , αλλά έμαθα στο πετσί μου ότι ήταν ο αρχι-οικοδόμος του χωριού μετά από τους τόνους από πλακάκια , ξύλα και τούβλα που σήκωσα εκείνο τον Ιούλιο. Η σωματική μου διάπλαση εξαιτίας της εργασίας άλλαξε άρδην. Ένιωθα πλέον έτοιμος και αρκετά γοητευτικός να χυμήξω σε κάποιο γυναικείο κορμί και να ανακαλύψω τους χάρτες του που έβλεπα θολά μονάχα από την οθόνη του κινητού μου.
Ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι- όταν ο ήλιος κυριολεκτικά μπορούσε να κάνει τη λίμνη να εξατμιστεί, ή τουλάχιστον έτσι φανταζόμουν- απολάμβανα το διάλλειμα μου τρώγοντας το κολατσιό μου κάτω από τη σκιά ενός αιωνώβιου δέντρου που σε λίγες μέρες θα το ξεριζώναμε για να χτίσουμε το φτωχικό ενός εφοπλιστή. Στο κινητό τηλέφωνό μου έφτασε η ειδοποίηση πως είχαν βγει τα αποτελέσματα των βαθμών των εξετάσεων. Προς έκπληξή μου , είχα ξεπεράσει κατά χιλιάδες μόρια οποιαδήποτε σχολή αφορούσε Βιολογία ή κάτι συναφές ,άρα θα έμπαινε το όνομα μου στη λίστα με όσα μνημονεύουν κάθε χρόνο στο μοναδικό μας σχολείο ως “επιτυχόντες”. Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων σε εκείνον, ο πατέρας μου έτρεξε με τα χέρια γεμάτα υγρό τσιμέντο να με αγκαλιάσει. Το νεύμα αποδοχής από τον πατέρα μου με μπέρδεψε. Και αυτό διότι η πατρική του στοργή όλα αυτά τα χρόνια εξαντλούνταν στο να μου υπενθυμίζει να βάζω πάντα προφυλακτικό ώστε να αποφύγω ο κακόμοιρος μια απροσδόκητη γέννα. Αρκετούς μήνες μετά , και αφού είχα ξεκινήσει τη φοιτητική μου ζωή μένοντας στην εστία της σχολής μου στην Αθήνα όπου πέρασα, μπερδεύτηκα έτι περαιτέρω. Διότι η απροσδόκητη γέννα μου χτύπησε τη πόρτα της ζωής. Μα όχι από γυναίκα . Στο τηλέφωνο ήταν ο διευθυντής του εκδοτικού οίκου που είχα στείλει το ημερολόγιο-μυθιστόρημα μου αμέσως μόλις πάτησα το πόδι μου στη πρωτεύουσα. Σχεδόν το είχα ξεχάσει , μα να που τώρα γεννήθηκε κάτι από τα δικά μου σπλάχνα ικανό να φωτίσει έστω και διακεκομμένα ένα σκοτεινό δωμάτιο μέσα μου που έμενε χρόνια κλειδωμένο. Σάρκα από τη σάρκα , οστό απ’τά οστά μου. Ήταν το πρώτο μου παιδί.-