To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης – Άννα Αχμάτοβα
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».
Πηγή: Άννα Αχμάτοβα, Ποιήματα, εκδ. ΚΟΡΟΝΤΖΗΣ
“Στα χρόνια της τρομερής εξουσίας του Γιεχόβ, πέρασα δεκαεφτά μήνες κάνοντας ουρά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος μ’ αναγνώρισε. Τότε, η γυναίκα με τα μπλάβα χείλια που στεκόταν πίσω μου και που σίγουρα ποτέ δεν θα ‘χε ακούσει τ’ όνομά μου, βγήκε απ’ τον λήθαργο που όλοι είμαστε βυθισμένοι και μου ψιθύρισε στ’ αυτί (εκεί όλοι μιλούσαμε ψιθυριστά): “Κι αυτό μπορείτε να το περιγράψετε;” Είπα: “Μπορώ”. Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ αυτό που κάποτε ήταν το πρόσωπό της.
Όχι, δεν ήμουνα κάτω από ξένον ουρανό
ούτε και με προστάτευαν ξένα φτερά.
Με το λαό μου ήμουνα τότε.
Εκεί που, αλλοίμονο, είχ’ ο λαός μου φτάσει.”
Άννα Αχμάτοβα