“Η ζωή του είχε κυλήσει στην τροχιά των μαχαιριών”
“Ο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς σκέφτηκε τότε πως, αν η ζωή του είχε κυλήσει στην τροχιά των μαχαιριών, κι αυτό αποδεικνυόταν από την αιχμαλωσία του ως χριστιανού και από τους πολέμους του ως μουσουλμάνου, άλλα μαχαίρια έπρεπε να φοβάται. Αυτά που σκίζουν μαλακά τον αυγουστιάτικο αέρα, σαν περιστέρια που κατεβαίνουνε να πιουν νερό σε στέρνα κάτω από συκιές και κυπαρίσσια. Ο θάνατος είναι το άσπρο πούπουλο, που περισσεύει από την κίνηση και πέφτει στο νερό. Είδε την στέρνα κατακόκκινη. Έφερε το χέρι στους κροτάφους, για να δει αν οι πρώτες άσπρες τρίχες δίνουν στις ρώγες των δαχτύλων διαφορετική αφή. Ήπια, κουρασμένα πούπουλα. Αν ζει η μάνα του, θα έχει κάτασπρα μαλλιά, που άλλαξαν χρώμα στο πλευρό άλλου άντρα κι άλλων παιδιών. Η φωνή της χαμήλωσε φωνάζοντας το όνομά του δυο φορές σαν να τον μάλωνε, ότι προσπάθησε να την ξεχάσει κινδυνεύοντας τη ζωή του στις μάχες. Όμως έφτασε πια στην ηλικία που όφειλε να την ξεχάσει με τον μόνο τρόπο που υπήρχε. Να παντρευτεί, σύμφωνα με τη σειρά του, και να γλυκάνει έτσι το πένθος για τον χαμό του αγαπημένου του φίλου. Αυτή θα χαιρόταν να τον ξέρει στις φροντίδες άλλων γυναικών”.
Δίτοπος, δίγλωσσος και διώνυμος ο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς, ένας ήρωας τόσο μακρινός αλλά παράλληλα τόσο επίκαιρος, μας συστήνεται μέσα από την πένα της Ρέας Γαλανάκη. Ένα πρόσωπο ιστορικά υπαρκτό αναδύεται από τα έγκατα της ιστορίας για να μιλήσει στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής με κοινό παρανομαστή την (κοινή) εμπειρία της προσφυγιάς, της αλλοτρίωσης και της αποκόλλησης του ατόμου από τον πλακούντα της πατρικής του γης.
Ο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς παρουσιάζεται ως ένα άτομο διχασμένο ανάμεσα σε δύο τόπους, από τη μία η γενέτειρα πατρίδα του, η Κρήτη και από την άλλη ο τόπος της αιχμαλωσίας του, η Αίγυπτος. Ένας τόπος όμως δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τον γεωγραφικό του προσδιορισμό αλλά και από το ανθρώπινο στοιχείο που προσδίδει τη ζωντάνια, το χρώμα, τη νότα και τον χαρακτήρα σε κάθε “κουκκίδα” πάνω στον χάρτη. Η Κρήτη συγκεκριμένα για τον ήρωα έχει το άρωμα των όμορφων και ξέγνοιαστων στιγμών της παιδικής του ηλικίας, με το πλούσιο φυσικό και ανθρώπινο στοιχείο της γης του.
Ίσως πολλοί στο σημείο αυτό να βιαστούν να χαρακτηρίσουν το έργο ως πατριωτικό ή τοπικιστικό μυθιστόρημα καθώς ξετυλίγει το νήμα της Κρητικής Επανάστασης (1866-1869) και παρουσιάζει τους αγώνες των Κρητικών για αποτίναξη των τουρκικών-αιγυπτιακών δυνάμεων και ένωση με τον υπόλοιπο ελληνισμό. Το έργο ωστόσο δεν στοχεύει στην τόνωση των εθνικών και πατριωτικών αισθημάτων γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη διπλή ταυτότητα του ήρωα. Ο αποχωρισμός του από το αγαπημένο του νησί, την Κρήτη και η αιχμαλωσία του στην Αίγυπτο συνδέεται και με την απομάκρυνση από την οικογένεια του, τη γλώσσα του, τη θρησκεία του και γενικότερα την ταυτότητα του. Ένα άτομο που χάνει το “Εγώ” του και προσαρμόζεται σε ένα νέο “Εγώ”, ένα “Εγώ” επιβίωσης. Ο συμβιβασμός του με μία νέα εθνικότητα, θρησκεία και ιδεολογία είναι το διαβατήριο για την νέα του ζωή στην Αίγυπτο. Η επιστροφή του μετά από χρόνια στο πατρικό του νησί θα πάρει διαφορετικό πρόσημο καθώς ο ίδιος θα εμφανιστεί με τη νέα του ταυτότητα, ως υπουργός πολέμου και επικεφαλής της αιγυπτιακής στρατιάς για να καταστείλει την επανάσταση σε συνεργασία με τον τούρκικο στρατό. Οι Κρητικοί στο πρόσωπο του βλέπουν πλέον έναν προδότη που έχει αποποιηθεί την ταυτότητα του και στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια απελευθέρωσης του νησιού.
Ανάγκη επιβίωσης ή πίστη στην ταυτότητα; Tο πρώτο αναιρεί το δεύτερο ή και τα δύο συμπορεύονται αθόρυβα; Η εξορία διαγράφει αυτόματα στιγμές από τη μνήμη, την πατρίδα, τα αγαπημένα μας πρόσωπα, το “εγώ” μας; Το πραγματικό εμποδίζει το φανταστικό; Πάντα δεν υπάρχει η ανάγκη για όνειρο, όραμα και ταξίδια μνήμης;
Τα λέμε σύντομα
Έλλη