Τα πρωινά είναι για τον Σίσυφο – Στέλιος Αγγελόπουλος
Δεύτερα
Ο απόηχος μιας χαμένης μάχης. Η αρχή του τέλους για κάθε ελπίδα που ζητά κάτι να αλλάξει. Με το που ανοίγουν τα μάτια, περνούν από μπροστά όλες οι παρείσακτες μνήμες, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζουμε τα καζάνια των στιγμών, ώστε να μπορούν να γεμίσουν. Το ξύπνημα το ήλιου, ταυτίζεται με το φως που κερδίζει το σκοτάδι. Ωστόσο ημέρες σαν αυτές, εύχεσαι το σκοτάδι να είχε μεγαλύτερη διάρκεια, μόνο και μόνο επειδή στην πραγματικότητα, το αληθινό σκοτάδι, έχει πάρει πλέον τις διαστάσεις μιας ωμής καθημερινότητας, που προβάλλεται έκδηλα μέσα από το φως. Και μας κατατρώει.
Ημέρες σαν αυτές με κάνουν να νιώθω πως είμαι πρωταγωνιστής στον μύθο του Σίσυφου. Εκείνου του μεγάλου ιδρυτή και βασιλιά της Κορίνθου, που καταδικάστηκε από τους Θεούς με το βασανιστήριο της στείρας επανάληψης. Ο Σίσυφος, σύμφωνα με την τιμωρία που υποβλήθηκε κατά τον μύθο, έπρεπε να κουβαλάει ένα βράχο ως την κορυφή ενός βουνού και όταν ο βράχος έφτανε στην κορυφή, ξανακυλούσε κάτω, ματαιώνοντας κάθε του προσπάθεια και καθιστώντας αναγκαίο να τον ανεβάζει ξανά και ξανά. Έτσι, κατά Σίσυφο-τρόπο, κάθε Δευτέρα, με αδημονία χτίζω οράματα για αόριστες στιγμές και για ανθρώπους απόντες . Και ταυτόχρονα γνωρίζω πως μέχρι το τέλος της εβδομάδας ή χειρότερα, μέχρι το τέλος της ημέρας, η πραγματικότητα θα γειώσει τον κύκλο των επαναλαμβανόμενων προσδοκιών μου και θα τις γκρεμίσει.
Βέβαια, ο Σίσυφος τιμωρήθηκε γιατί κατάφερε να φυλακίσει τον «Θάνατο». Δηλαδή, τη μέγιστη αλήθεια, την οποία εγώ καλώς μεν σήμερα δεν βλέπω. Η δική μου πρόσφατη καταδίκη, πέρα από τη μάστιγα της επανάληψης που στο διηνεκές της ζωής, μας χαρακτηρίζει, είναι περισσότερο επίγεια. Και η αλήθεια της, δεν είναι ο θάνατος, αλλά η πληγή. Η πληγή που όταν κοιτάζομαι στον καθρέπτη το πρωί πριν ξεκινήσω την καθημερινή μου πορεία μέσα στην πόλη, μου ψιθυρίζει στα αυτιά πως «Όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όραμα θερινής νυκτός, μια αυταπάτη, μια ψευδαίσθηση. Ένας χολιγουντιανός έρωτας λουσμένος στο ασπρόμαυρο της δεκαετίας του 50 με αγγίγματα από την αισθητική του γαλλικού κινηματογράφου. Και τίποτε άλλο δεν έμελλε από το να βυθιστεί στο ρηχό μέλλον που περιμένει κάθε σχέση, κάθε τέχνη, κάθε δημιουργία».
Μέσα από τις πρωινές ηλιαχτίδες που μπαίνουν από τα ακόμα κλειστά πατζούρια, βρίσκω τον θάνατο, τον οποίο ο Σίσυφος, είδε, νίκησε και τελικά τιμωρήθηκε. Και ενώ στο ημίφως τακτοποιώ τις σκέψεις μου, απελευθερώνω τον χώρο μου από αυτή τη μετριότητα και ανοίγω διάπλατα τα παράθυρα στο φως. Ανάλογα, η απελευθέρωση του προσωπικού μας «νου» ως υπέρτατη πνευματική υπόσταση της προσωπικότητάς μας, σκέφτομαι πως θα έρθει όταν απαγκιστρώσουμε τον εαυτό μας από ψευδαισθήσεις και κατασκευάσματα, που ζητούν επαλήθευση σε «σκοπούς» για να εναρμονιστούν με την ιδέα της θνητής πραγματικότητας. Που δεν είναι άλλη από την μη-ύπαρξη, το μη-νόημα και την ασυνειδησία. Τον Θάνατο. Ίσως η έλλειψη τοξικής θετικότητας, είτε αυτή προσεγγίζεται γύρω από τον ανώδυνο μέλλοντα βίο μετά τη ζωή, είτε προσεγγίζεται στην εξιδανίκευση ενός προσώπου σε αυτή τη ζωή, να είναι το κλειδί για να ανοίξει στον άνθρωπο τον δρόμο και να περπατήσει στην έννοια, της καθαρής πραγματικότητας. Που δεν είναι άλλη από την αρχή που μας γεννιέται υποσυνείδητα, στην πρώτη στιγμή της συνείδησής μας, ότι:
Η ζωή του νου, είναι ο θάνατός του.
Στο φως της συνειδητοποίησης πως ναι μεν έρωτας αλλά όχι εξιδανίκευση και πως ναι μεν θάνατος αλλά όχι εξιδανίκευση ξανά, βρίσκω ρούχα για να ντυθώ σαν κάποιος ήρωας ενός συγγραφέα. Ένας ήρωας που σκιαγραφείται, έπειτα από ένα επίπονο «τσαλάκωμα» και σκέψη. Δεν έχει να κάνει τόσο με το αισθητικό κομμάτι, όσο με το περιτύλιγμα, που επιλέγω σήμερα να κάνω ελκυστικό, ώστε να είναι έτοιμος οποιοσδήποτε να γευτεί το πλούσιο περιεχόμενο μου. Περιεχόμενο για στοχασμό, περιεχόμενο για συντροφιά, περιεχόμενο για τροφή σε σκέψη, περιεχόμενο για σώμα. Στο μυαλό μου, προσπαθώ να μην δίνω τόση έμφαση στην στην εναλλαγή μεταξύ των εποχών ή κατ’ επέκταση στον χρόνο. Προσπαθώ να είμαι ο χρόνος που ξεκινάει και σταματάει για να ζήσει με πάθος ή για να κρυφτεί μοναχικά στους φιλοσοφικούς τοκετούς του. Αυτό είναι ο χρόνος. Η ψευδαίσθηση που πετάει πάνω από τα κλαδιά του δέντρου της ζωής. Και καθώς πετάει από φύλλα σε φύλλα, συναντά άλλοτε πράσινα, άλλοτε κίτρινα και άλλοτε άρρωστα και ξεραμένα, έτοιμα να συναντήσουν το χώμα της γης. Μια εναλλαγή δηλαδή, που στον ίδιο κορμό, χορεύει μεταξύ των αντιθέσεων του ψυχισμού μας, κάνοντας ταξίδια, χωρίς να αδειάζει ποτέ τις βαλίτσες της….
Στέλιος Αγγελόπουλος