(Αποσπάσματα)

“Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου». Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός». Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»…

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

“Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;” Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου. Σ’ ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν. Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου; Δεν ξέρεις. Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να ‘σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου. Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο. Αναρωτιέσαι, “Ποιος είμαι εγώ που θα έχω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;” Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα. Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του. Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλεια του απειλούσαν την ευτυχία του. Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει. Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ’ αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ’ αυτήν κλονίζεται.

Με ρωτάς ακόμα, Ανθρωπάκο, πότε θα ‘χεις μια καλή και εξασφαλισμένη ζωή. Η απάντηση μου θα σε παραξενέψει. Θα ‘χεις μια καλή, εξασφαλισμένη ζωή όταν το δώρο της ζωής θα σημαίνει για σένα περισσότερα από την εξασφάλιση, ο έρωτας περισσότερα από το χρήμα, η ελευθερία σου περισσότερα από την κοινή ή κομματική γνώμη· όταν το αίσθημα που εμπνέει η μουσική του Μπετόβεν ή του Μπαχ γίνει το κυρίαρχο αίσθημα της ζωής σου -το έχεις μέσα σου, ανθρωπάκο, κάπου βαθιά, στα μύχια της ύπαρξής σου.

Όταν θα εμπνέεσαι από την ουσία και θα αηδιάζεις με τους τύπους.”



Μία λέξη, μια φράση, μία σκέψη, ένας ήχος, ένα νόημα. Η λέξη “άνθρωπος” συγκεκριμένα συνδέεται με το έλλογο στοιχείο, το χαρακτηριστικό που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά  από τους τετράποδους φίλους μας. Η λογική λοιπόν είναι το όπλο του ανθρώπου, η οποία μοιάζει να εκμηδενίζεται από την προκλητική φωνή του Βίλχελμ Ράιχ. Μία φωνή που ηχεί σαν κραυγή αγανάκτησης και αφύπνισης απέναντι σ’ αυτόν που θέλει να χαρακτηρίζεται “άνθρωπος”, να “ντύνεται” με την προσωπίδα της υπερηφάνειας για την πατρίδα, τη θρησκεία, την ανθρωπότητα, το “εμείς” που φυσικά και είναι ανώτερο από το “οι άλλοι”.

Ένα βιβλίο “σφαλιάρα” στον αναγνώστη, ο οποίος νιώθει και αφουγκράζεται σταδιακά την ποταπότητα και την μικρότητα των πράξεων του στις διάφορες στιγμές της ζωής του, ίσως λόγω της παιδείας, της συνήθειας ή της αφέλειας του. Ο λόγος του Βίλχελμ γίνεται μήτρα προβληματισμού, αναστοχασμού και επαναπροσδιορισμού  της στάσης μας απέναντι στους φίλους μας, στην οικογένεια μας, στους ηγέτες μας, ενώ παράλληλα κλείνει το μάτι στον ίδιο μας τον εαυτό. Μία εσωτερική φωνή που υποδεικνύει την πνευματική πανούκλα της εποχής και μας καλεί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να τιθασεύσουμε τις απόψεις μας, να σεβαστούμε τη διαφορετικότητα, να δαμάσουμε τις ορμές μας και να αναλογιστούμε λέξεις – έννοιες που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να τονώσουμε την ανθρώπινη τιμή και αξιοπρέπεια, αγνοώντας όμως για την πραγματική τους ουσία.

Στην απόλυτη εκμηδένιση της ανθρώπινης ύπαρξης βοηθούν οι λέξεις “κοινός” και “ανθρωπάκος”. Η πρώτη λέξη σε τοποθετεί στο σύνολο, στη μάζα χωρίς να σε διαφοροποιεί, ενώ η λέξη “ανθρωπάκος”, ένα υποκοριστικό, σε ειρωνεύεται, σε περιγελά, σε υποτιμά και πετυχαίνει, μέσω μιας καρφίτσας, το ξεφούσκωμα  του μεγάλου μπαλονιού που ταυτίζεται με την ανθρώπινη ψευδαίσθηση.

Ίσως ο λόγος του συγγραφέα να προκαλεί σκώμμα, αγανάκτηση και αποστροφή καθώς ,όπως υποστήριξε ο Αλμπέρ Καμύ, η αλήθεια, όπως και το φως, τυφλώνει. Ωστόσο, οι σκέψεις του γίνονται το όχημα για να μεταφερθούμε στη σκοτεινή και θαμμένη πτυχή της ύπαρξης μας, μας καλεί να συνομιλήσουμε μαζί της, να αντικρίσουμε την ουσία της και να πετάξουμε στον κάδο ανακύκλωσης την πλαστική μας φιγούρα.

Ο συγγραφέας και ο “κοινός ανθρωπάκος”  μοιάζουν να λειτουργούν σαν δύο καθρέφτες στημένοι αντικριστά, μέσω των οποίων ο ένας βλέπει τον άλλον και ανάμεσα τους ξεπροβάλλει ένας τρίτος καθρέφτης που φαίνεται να καθρεφτίζει εμάς τους ίδιους. Σαν ο νέος Μιθριδάτης του Καβάφη, ο συγγραφέας μας καλεί στο μονοπάτι της εσωτερικής ελευθερίας, η οποία παρουσιάζεται απαλλαγμένη από προλήψεις, εμμονές και οδηγίες χρήσης της ζωής. Μία ελευθερία που σταματά εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου, που αγκαλιάζει την αυτογνωσία και γνέφει καταφατικά στην αυτοπραγμάτωση.

Ναι, ίσως να είναι αρκετά επικριτική η ματιά του συγγραφέα μας, ίσως να είναι υπερβολικά προκλητική και να προσθέτει έναν ακόμη σπόρο κατάθλιψης, μιζέριας και ματαιότητας στην ήδη αρνητικά φορτισμένη “σκηνή” της επικαιρότητας. Ίσως όμως από τον σπόρο αυτό να φυτρώσει ένα φυτό με πολύ βαθιές ρίζες και να ανθίσει το πιο όμορφο λουλούδι, που το άρωμα του φέρει το όνομα “ευτυχία”.

Και στο σημείο αυτό τα “ηνία” παίρνει η φωνή του Καζαντζάκη “έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα

Τα λέμε σύντομα

Έλλη

.