Θ’ αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν
και θα στα ρίξω μία μέρα για ν’ ανέβεις.
Μυρίζω σαν εσένα, επειδή μου λείπεις.
Μένω στον πιο ψηλό όροφο και φοβάμαι
μην ξεχαστώ,
μην τρελαθώ και κάνω έναν βηματισμό
έξω απ’ το κάγκελο.
Όπως με ξεγελούν οι πέτρες στο λιμάνι,
που βρίσκονται βαθιά, μα είναι το νερό,
που κάνει το βαθύ να φαίνεται ρηχό
και το κοχύλι το μικρό, να φαίνεται μεγάλο.
Δεν σκέφτομαι τι είναι δίκαιο,
γιατί με πιάνει θλίψη.
Περιμένω την άνοιξη,
τραγουδάω με όρεξη,
δε φοβάμαι.
Τρέμω.

Μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι,
ν’ ανθίσουν οι αμυγδαλιές,
θά’ χουν μακρύνει τα μαλλιά μου,
κι όλα θα γίνουν όπως χθες.

Σε κάθε εφιάλτη αναμένω να ξυπνήσω,
μα τώρα είναι καιρός που δεν κοιμάμαι.
Έχω μετρήσει τρία μεσημέρια.
Σε περιμένω απ’ το πρωί.
Το ξέρεις πως φοβάμαι.

ΠΗΓΗ : cignialo