Ευτυχώς, που το βιβλίο ξανά ήρθε αυτές τις μέρες στα χέρια μου. Λέξεις γραμμένες μετά την απελευθέρωση του από το κάτεργο.
“Αλλά φτάνει, ως εδώ. Δεν θέλω πια να γράφω μέσα απ’το υπόγειο, για το υπόγειο”.

Μεταφέρω το τέλος του βιβλίου, που αυτή τη φορά με άγγιξε με άλλη βαρύτητα.
Να μην μείνουμε και εμείς μετά εκούσια κλειδωμένοι.


“Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, όλες αυτές οι αναμνήσεις μου είναι θλιβερές. Είναι τόσο… τόσα πολλά αυτά που μου κάνουν κακό να τα θυμάμαι, μα καλύτερα να βάλω μια τελεία στις «Σημειώσεις μου». Θα ήταν λάθος μου ν’ αρχίσω να τις γράφω. Τουλάχιστον όμως για όσα έγραψα μέχρι τώρα, ομολογώ πως ενώ τα έγραφα ντρεπόμουν. Πάει να πει πως τούτο που κάνω δεν είναι λογοτεχνία παρά… ένα είδος εξαγνιστικής τιμωρίας.

Βλέπετε, το να αφηγούμαι πως έχασα όλη τη ζωή μου σαπίζοντας ηθικά και ψυχικά μέσα στον αποπνικτικό χώρο μεταξύ πατώματος και ταβανιού, αποξενωμένος από καθετί ζωντανό και πραγματικό, δεν νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον. Το μυθιστόρημα θέλει ήρωα, ενώ εδώ ακριβώς όλα τα στοιχεία (οι αναμνήσεις) συγκεντρώθηκαν σκόπιμα σ’ έναν αντιήρωα. Και μάλιστα τα στοιχεία αυτά θα προξενήσουν δυσάρεστη εντύπωση γιατί λίγο πολύ όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει την πραγματική ζωή και δεν μας αρέσει να μας το θυμίζουν. Φτάσαμε στο σημείο την πραγματική ζωή να την βλέπουμε σαν αγγαρεία και σχεδόν όλοι συμφωνούμε πως η ζωή είναι καλύτερη στα βιβλία.

Γιατί σκοτωνόμαστε, γιατί ταραζόμαστε, γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Ούτε που ξέρουμε.

Είναι σίγουρο πως θα υποφέραμε περισσότερο αν πραγματοποιούνταν οι τρελοί μας πόθοι. Για παράδειγμα: Δώστε πιο πολύ ανεξαρτησία, λύστε τα δεσμά και τα χέρια όποιου θέλετε από μας, μεγαλώστε τον κύκλο δράσης του, μειώστε την κηδεμονία και… σας διαβεβαιώνω, θα δείτε πως αμέσως θ’ αποζητήσουν όλοι… την κηδεμονία.

Μπορεί να θυμώσετε μαζί μου και να μου φωνάξετε: «Μα μιλάτε για τον εαυτό σας μονάχα, για τις αθλιότητες στο ζοφερό υπόγειό σας. Μην τολμάτε να επικαλείστε το εμείς». Μα κύριοι, εγώ δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ με το «εμείς». Εγώ, έσπρωξα τη ζωή μου, ως τα άκρα, κάτι που εσείς δεν τολμάτε να κάνετε. Δεν τολμάτε από δειλία ούτε στα μισά να φτάσετε! Αυτό το λέτε σωφροσύνη και ξεγελάτε τον εαυτό σας. Για δέστε όμως! Εγώ, είμαι πιο ζωντανός από εσάς. Και προσέξτε. Δεν ξέρουμε που υπάρχει εκείνο που είναι ζωντανό, από τι αποτελείται και πως ονομάζεται!

Αφήστε μας μόνους χωρίς βιβλίο, θα χαθούμε, δεν θα ξέρουμε από που να πιαστούμε, τι ν’ αγαπήσουμε, τι να μισήσουμε. Βαριόμαστε να είμαστε άνθρωποι και μάλιστα με σάρκα και οστά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό, το θεωρούμε αίσχος και προσπαθούμε να γίνουμε ένα είδος γενικού ανθρώπου. Όχι μόνο είμαστε γεννημένοι νεκροί αλλά και από καιρό τώρα γεννιόμαστε από γονείς νεκρούς, κι αυτό μας αρέσει όλο και περισσότερο. Μας ευχαριστεί. Δεν είναι μακριά ο καιρός που θα γεννιόμαστε από κάποια ιδέα!

Αλλά φτάνει, ως εδώ. Δεν θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το υπόγειο, για το υπόγειο”

Φιόντορ Ντοστογιέφκσι