Οπλίστηκα λοιπόν με τα απαραίτητα. Άφθονο μελάνι, αλκοόλ και κάτι παλιά χαρτιά.
Παραπατώντας, βρήκα και έφερα την σκέψη μου ,την ζωή μου, να καθίσουν στην διπλανή καρέκλα ,να με διορθώσουν σε τυχόν ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη.
Βρήκα και κάτω από το κρεβάτι τον μικρό μου εαυτό. Να κρύβεται απ’τα τέρατα , το σκοτάδι και τις επιθετικές λεγεώνες που ορμούσαν μετά το κλείσιμο της θολής λάμπας. Εκεί ήταν κουκουλωμένος με παπλώματα και κάτι φωτογραφίες για σπαθί. Αυτός θα με βοηθήσει να μην ντραπώ για την αθωότητα μου, για τα μάτια μου που τώρα βλέπουν πόνο, φόβο και θάνατο , εκεί που έπρεπε να βλέπουν τα φύλα στα δέντρα να πέφτουν , τη μύτη μου να γαργαλιέται απ’τη μυρωδιά του φρεσκοβρεγμένου από τη βροχή χώματος, τελευταίας και πρώτης κατοικίας για πολλούς.

Τι θα πω και σήμερα, τι θα σκεφτώ και σήμερα. Αν υπάρχει αύριο. Ένα αύριο που ξεκινάει
με το τίποτα και όλο εγώ προσπαθώ να το φουσκώσω με κάτι.

Σάρκες και οστά περιπλανώνται γρήγορα, χωρίς προορισμό. Αυτά μου δώσανε και εμένα
χωρίς να τα ζητήσω . Αλλά με αυτά να ζητάω συνεχώς. Κάθε μέρα ,κάθε στιγμή. Να ζητάω.
Όλοι ζητάνε. Καθίστε να το συζητήσουμε πριν ξαναφύγετε και μπείτε στην γρήγορη κυκλική πορεία της ζωής σας. Από εδώ οι σκέψεις μου, και από εδώ ο πιτσιρικάς.Κοπιάστε παρακαλώ.

Τι ζητάτε λοιπόν?

Θα βιάσουμε την ψυχή του αθώου, θα δικάσουμε τις σκέψεις του τρελού, θα γδάρουμε την
σάρκα του αρρώστου και θα τον μεταμορφώσουμε σε εμάς. Έτσι δεν πάει? Τα μέτρα και τα σταθμά του εγώ μας , του ίστατου θεού μας , θα γίνουν οι μπάρες , τα κάγκελα,τα πλέγματα , τα φλέματα με τα οποία θα τον στολίσουμε .
Εσείς φοράτε τα χέρια του εραστή σας ως σαν κοσμήματα. Με αυτά θα τον πνίξουμε . Με τα ίδια του τα χέρια. Ας είναι.

Εραστή έχουμε τον εαυτό μας και μετά όλους τους άλλους. Εραστή έχουμε το μυαλό μας,την άφθαρτη λογική μας, και με αυτή βιάζουμε όλους τους ανυπότακτους.

Οι σκέψεις μου κάτι θέλουν να ρωτήσουν.

Ρωτάνε για τον έρωτα. Τι αισχρή ερώτηση. Γελάστε ελεύθερα. Αν είστε ελεύθεροι. Μόνο το κλάμα και το γέλιο μας μπορούν να είναι ελεύθερα πλέον. Ο έρωτας σίγουρα όχι . Είναι και αυτός μια απώλεια. Έχουμε συνηθίσει στις απώλειες λέει ο πιτσιρικάς. Ναι, αλλά όχι σε αυτή.

Ακόμα και ο θάνατος,ο τρανός,είναι αδύναμος μπροστά του.Ο θάνατος απλά είναι η τελευταία απώλεια. Όλες τις άλλες τις χώνουμε βαθιά στα σωθικά μας μέχρι να πάρουν
φωτιά. Ο έρωτας είναι το σπίρτο. Αυτός ο παντοδύναμος σε διαχωρίζει,σε απαγχονίζει
από τον εαυτό σου. Σε κάνει να ξεχνάς εσένα, εμένα,εμάς. Αν υπάρχει το εμείς, αυτός το καίει. Το σκάβει βαθιά στο χώμα σε ένα φέρετρο από μυρωδιές , αγγίγματα , βλέμματα ,
πρέζες ανάσας και παγερά σίδερα αγάπης. Τελευταίο σπίτι. Όχι το χώμα. Τα σίδερα. Οι
βραχονησίδες σάρκας γίνονται σωτήρια στο χάος του εαυτού σου.

Τι γελοίο. Ακόμα γελάτε εσείς πάνω από τις βραχονησίδες σας. Λογικά,  ποταπά όντα.
Ακόμα και εσείς στέκεστε πάνω στα πτώματα που καταπάτησε η σάρκα για να βγει στην
επιφάνεια.Μεταμορφωθήκαμε σε τραγικές φιγούρες του Κάφκα.Σκουλήκια, δρόμοι,ουρλιαχτά, αμάξια, γκρίζους τοίχους και παγερές σκιές που μας κρύβουν το φως. Όλα τρέχουν στην ταχύτητα που δεν μπορούμε να δούμε. Μην με παρεξηγήσετε,δεν σας μισώ.

Μην χτυπάτε τον πιτσιρικά, δεν σας φταίει γι’αυτό που γίνατε . Γίναμε, γινόμαστε και θα
γινόμαστε. Είδα το παρελθόν καλύτερα απ’ότι το μέλλον πρόκειται να με δει εμένα.Εσένα,
εμάς.

Η σάρκα ,το αίμα μας. Τα δώρα μας. Δεν τα ζητήσαμε αλλά αυτά ζητάμε. Αυτά εποίησαν
τον έρωτα , την αγάπη , τα δάκρυα , τη μουσική και τη ζωή. Γεμάτη στιγμιαίες κολάσεις του Δάντη και βιβλικούς παραδείσους.

Δαίμονες που πάλλονται σε συχνότητες οργάνων σαρκικών και μη, να βγουν στην επιφάνεια,να γίνουν και αυτοί βραχονησίδες σάρκας, να κοροϊδέψουν επίγειους αγγέλους, να τους υποσχεθούν θησαυρούς , χέρια , κοσμήματα, ανάσες και σίδερα με τα οποία έπειτα θα τους θάψουν . Όποιος νιώθει περισσότερο , αυτός θα ταφεί πρώτος.Παράδειγμα προς αποφυγήν, και προσβολή δημοσίας αιδούς παρακαλώ. Φυτέψτε του μια σφαίρα στα μάτια. Η ελπίδα σκοτώνει πιο γρήγορα. Αυτή, ντύστε την με ματωμένα μετάξια,θάλασσες για μάτια και γλυκήκοες μελωδίες για μαλλιά. Αυτά αρκούν να κάνουν τον άγγελο να βάλει το χώμα μόνος του στον τάφο του. Το χώμα είναι καθαρό γιατί δεν μπορεί να γίνει πιο βρώμικο. Ο άλλος ποτέ δεν υπήρξε καθαρός. Του έδωσαν μυαλό και ψυχή. Σαπίζει όσο ζει με αυτά και δίχως αυτά δεν ζει.

Ο πιτσιρικάς μου τραβάει το χέρι, να σταματήσω να γράφω, να σταματήσω να τον γδέρνω απ’τη σάρκα του. Μικρέ μου.. όλη σου την ζωή η σάρκα σου θα σε γδέρνει, μέχρι να φτάσει μεδούλι και ακόμα θα συνεχίσει. Αδιάκοπα , ακούραστα. Ακόμα και όταν σταματήσει , θα ψάξει μια άλλη να το κάνει αυτό το σκληρό έργο για εσένα. Και άλλη, και
άλλη. Μέχρι να γίνει καθημερινότητα. Με διορθώνει η σκέψη. Μέχρι να γίνει ζωή.

Λίγο αλκοόλ ακόμα, λίγος καπνός ακόμα. Ένα σκαλοπάτι για την κόλαση πιο κάτω. Το μόνο σχοινί σωτηρίας οι σάρκες που βρίσκονται ακόμα στη επιφάνεια.

Όχι, μην πάτε εκεί που πάω εγώ. Εσείς φοράτε ακόμα τα καλά σας, εδώ είμαστε γυμνοί.
Βιβλικά απλοί. Από την αρχή γελάμε με δάκρυα αλμυρά. Κοιτάμε τα χείλη ανάμεσα στα
πόδια σαν να πρόκειται να μας δώσουν τη τελευταία μας πνοή. Και ρουφάμε, και
ρουφάμε. Αδιάκοπα μέχρι να μην έχει άλλο.

Δεν θέλουμε να πεθάνουμε. Δεν θέλουμε να υποστούμε αυτή την τελευταία απώλεια.Πιάνουμε εραστή τον χάρο. Μόνο αυτός προσφέρει την ασφάλεια του μέλλοντος και την οικειότητα, γιατί είναι πάντα εκεί. Ήταν πάντα εκεί. Μας ξέρει καλύτερα από όλους γιατί μας περίμενε στο κάθε παραπάτημα . Μυρίζει πίκρα λέει ο πιτσιρικάς . Είναι όμορφος λένε οι σκέψεις. Έχει μυς λέει η σάρκα. Έχει βάρκα λέει η γυναίκα.

Ποιόν ακούς? Ποιον ακολουθείς?

Ένα σκαλί πιο κάτω. Ένα σχοινί ακόμα για τα πάνω. Σε άκουσα, σε πίστεψα φωναζει πάλι ο πιτσιρικάς. Που είναι το μυαλό σου ρε… Το έδεσες με μπουκάλια γύρω του και το πέταξες στο χάος.

Το νανούρισμα του πατέρα κάπου αντηχεί. Με κοιμίζει. Με βγάζει από την κούνια και με
πλένει απ’τις αμαρτίες μου, απ’τους επτά δαίμονες μου, και τους τραγουδάει. Ελπίζει να
μην κατέβω άλλο τα σκαλοπάτια της κόλασης που εγώ κάθε μέρα χτίζω μ και τα τσιμέντα
μου τα δίνουν οι άλλοι.

Με κοιτάει. Κλαίω. Γιατί κλαίω? Αφού θα κλάψω άλλες εκατό και κάτι φορές. Από άλλους
πατέρες, από άλλες μητέρες που θα μου υποσχεθούν έναν αέναο ήρεμο ύπνο.

Φοβάμαι, μουτζουρώνω το χαρτί, ο πιτσιρικάς δυναμώνει απότομα. Το κερί δίπλα μου
τρέμει, με νιώθει. Θα ταφεί πρώτο. Το αλκοόλ τελειώνει, ο καπνός πάλι λιγοστεύει. Έχει
χτυπήσει τις καμπάνες δυο φορές για την Κυριακή που έρχεται. Δεν θα τις χτυπήσουν οι
πατέρες. Πέθαναν κάπου και αυτοί. Οι μητέρες γελάνε. Οι σκέψεις Φεύγουν μαζί με τα
ουρλιαχτά των πουλιών ένα ξημέρωμα. Ποιο ξημέρωμα δεν ξέρω. Εσείς ξέρετε που ακόμα
γελάτε, που ακόμα χτυπάτε το παιδί αλλά αυτό σας φυσάει στα πρόσωπα τις στάχτες της
ίδιας του της σάρκας. Μυρίζει νυχτολούλουδο, γαρδένιες, λεμονανθούς. Μυρίζει πάθος,
όνειρα  και αποτυχίες. Θυμάστε?

Άλλη μια τζούρα, άλλη μια νύχτα, άλλη μια σάρκα. Ποτέ η δική μου. Η δική μου είναι μέσα
στο τρεμάμενο κερί. Ανα πάσα στιγμή θα σβήσει. Όπως και αυτές οι λέξεις θα λησμονηθούν, θα ξεθωριάζουν, θα θρέψουν κάποιον άλλο εγωισμό. Θα μολύνουν κάποιο άλλο αίμα.

Όχι το δικό σας, μην φοβάστε. Θα τελειώσουν και αυτές όπως το τσιγάρο μου. Όπως ο
πιτσιρικάς, όπως οι σκέψεις , όπως το κερί , δίπλα μου, μαζί μου.

Γ. Κ