Μας χαιρετά ο χειμερινός ηλιος.
Τα σύννεφα σαν να έφυγαν πια,
ή
μάλλον φεύγουν.
Θέλει καιρό να ανοίξει ο ουρανός.
Θέλει καιρό να ανοίξει και η ψυχή μας,
φ
εύγει η βροχή και χάνεται.
Σιγά σιγά, σαν χάδι απλώνεται η ανθισμένη αμυγδαλιά.
Απομεινάρια του χειμώνα ο χιονιάς
Μας χαιρετά χαμογελόντας
α
φήνοντας χώρο στη νέα άνοιξη.
Ηλιόλουστη πια η ψυχή μας,
σ
την καρδιά της άνοιξης που έρχεται γελαστή.
Γέμισε η πλάση αγριολούλουδα,
κ
αι κάθε λογής χρώματα και σχήματα.
Ήρθε η καρδιά ολάνθιστη να ερωτευτεί ξανά,
ν
α χτυποκαρδίσει σαν και πρώτα.
Τα πρώτα φιλιά, τα πρώτα γέλια με χαρά αντικρίζει.
Βαρύς ο χειμώνας μα έφυγε πια.
Σιγά σιγά φεύγει και η μαυρίλα που άφησε.
Η σκοτεινιά και η συννεφιά του ουρανού
και ή
ρθε τη θέση του να πάρει μια όμορφη μυρωδιά,
μ
ια στάλα ευωδιά.
Και οι έρωτες που μαράζοσαν παίρνουν πάλι σάρκα και οστά,
με τον ερχομό της Άνοιξης.
Όλα μοιάζουν φωτεινά,
ά
νθισαν και τα λουλούδια
και ότι κακό συνέβη έμεινε ξάφνου πίσω.
Ο κάμπος γέμισε παιδιά που με χαρές και νιάτα τραγουδάνε.
Οι έρωτες ξεπρόβαλλαν και ο κόσμος έβαλε και πάλι το χαμόγελό του.
Ήρθε ο καιρός που όλοι περιμέναμε,
Έφυγε το σκοτάδι, έφυγε ο βαρύς χειμώνας.
Απομεινάρια του χειμώνα οι πληγωμένες μας καρδιές,
τ
α δάκρυα στα μάτια
που τ
αξιδεύουν πια τόσο μακριά.
Σε ένα χρόνο πάλι θα’ρθουν πίσω.
Τώρα μετράει μερες πια η ανοιξη
κ
αι ο ερχομός του Καλοκαιριού.

  Κυπραίου Μαρία