Ο κόσμος άλλαξε δεν μπορείς να το δεις;

Έτσι και εγώ, γράφω για τη ζωή, γιατί σιγά – σιγά, σβήνονται μιας και τα γράμματά της έσβησαν.

Κάποτε πίστευα πως δεν υπάρχει πιο αμαρτωλός λόγος για να πάει κάποιος στην κόλαση, από το να εθελοτυφλεί ένας άνθρωπος απέναντι σε μία αγάπη. Τι γίνεται όμως όταν η δύναμη της αγάπης εθελοτυφλεί πια απέναντι στην ανθρωπότητα;

Η κόλαση έρχεται στη Γη και ο πλανήτης γίνεται κρανίου τόπος.

Πρώτου οι εποχές γίνουν μια πολυτέλεια, οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν την ισορροπία τους. Ξυπνούσαν και ήταν τα αστέρια που εξαφανίζονταν σταδιακά κάτω από το θερινό φως. Αόρατοι από την απέραντη χρυσή λάμψη αλλά από πίσω να τους κρατά όρθιους μια άβυσσος σκοταδιού, που περίμενε υπομονετικά να εμφανιστεί κάθε φορά που το φως θα τους άφηνε ελεύθερους να «λάμψουν», ύπουλα και απόκοσμα.

Και στο βάθος του χρόνου, οι άνθρωποι έχασαν την ισορροπία ακόμα και μεταξύ τους. Όλοι ήθελα να λάμψουν περισσότερο, γιατί καταλάβαιναν πως το σκοτάδι που έπλασαν με τα ίδια τους χέρια και τώρα τους περιέβαλλε, ήταν μια νύχτα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξεφύγουν από αυτή. Η μάχη για το ποιος θα επικρατήσει στη νύχτα, είχε ξεκινήσει. Κανείς τους όμως δεν επίλεξε να πολεμήσει την ίδια τη νύχτα.

Μέσα στη μάχη, άλλοι κατέληγαν σε συμπλέγματα αστεριών, από φόβο μην μείνουν μόνοι γιατί ήξεραν πως ήταν ανίκανοι να φανούν εάν δεν είχαν κάποιον δίπλα τους. Άλλοι, κατέληγαν σε ένα αστρικό σμήνος, αέναα κινούμενοι, γνωρίζοντας πως ποτέ δεν θα έβρισκαν μια καίρια θέση στη ζωή. Και άλλοι στάθηκαν μόνοι, είτε από φόβο, είτε από ανικανότητα, είτε από υπερηφάνεια ή από ευθιξία. Όλοι όμως βρέθηκαν στο ίδιο μήκος κύματος. Να αποτελούν απλά σχήματα, απαράμιλλα όμοια μεταξύ τους. Που όταν κανείς τους κοιτά, δεν διακρίνει τίποτα παρά κουκκίδες να κοπιάζουν έντονα, μπας φανούν σε ένα σκοτάδι που δεν απειλήθηκε ποτέ από το σύνολό τους. Μέχρι και αυτά φυσικά να σβήσουν.

Με αυτόν τρόπο τελείωσε το είδος των ανθρώπων, πριν πάρα πολλά χρόνια. Ο αφανισμός αυτός όμως, έχει μια ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με τον αφανισμό των άλλων ειδών. Οι άνθρωποι επιβίωσαν και επιβιώνουν από τον κανιβαλισμό τους. Απλώς με άλλο όνομα.

Η εποχή των μισάνθρωπων είθε να λάμψει μέχρι ωσότου σβήσει και ο τελευταίος ήλιος που τολμά ακόμα να λαμπυρίζει μέσα στο σκοτάδι.

Γιατί το σκοτάδι εξαπλώθηκε. Και δηλητηριάζει, επί μακρόν ό, τι είναι ζωντανό. Είναι αόρατο. Ακόμα και μέσα στο φως, περνάει από σκιά σε σκιά και μολύνει τη ζωή μέχρι μαραζώσει. Την κάνει μίζερη, απορροφά όλη της ενέργεια και αφού της αποστερήσει κάθε ευκαιρία στο όνειρο, την παράτα για να περπατάει, με ένα κουφάρι αδειανό, που καμία απόλαυση, καμία αίσθηση δικαίου, κανένας έρωτας δεν μπορεί να γεμίσει το κενό της.

Ο μισάνθρωπος, θεωρεί πια πως «αυτή είναι η ζωή». Και από το «αυτή είναι η ζωή», ξυπνάει μέσα του το μόνο αίσθημα που του επιτρέπεται. Το μένος να απλώσει παντού αυτή τη μάστιγα που τον κατατρώει. Την μισανθρωπία του. Τα κρούσματα της πανδημίας αυτής είναι πάμπολλα και κατάρα όμως σε όποιον βρει τη θεραπεία.

Βλέπετε, μέχρι τώρα αγαπητοί αναγνώστες, σας περιέγραφα τι ακριβώς συμβαίνει στον πλανήτη του μισάνθρωπου. Δεν μπορούμε όμως να το αλλάξουμε. Πως θα μπορούσαμε άλλωστε εμείς να τον αλλάξουμε; Σε τελική ανάλυση γιατί να αλλάξουμε εμείς αυτόν τον πλανήτη;

Θα κάνουμε κάτι διαφορετικό από ότι έκαναν οι άλλοι; Αφού και εμείς, είμαστε ίδιοι με όλους τους άλλους.

Δυνάμεις δεν έχουμε. Οι φωνές μας αξίζουν μόνο να ακούγονται όταν τσακωνόμαστε και χυδαιολογούμε. Έτσι παίρνουμε τη δόση ηδονισμού που λείπει από τη ζωή μας.

Οι όποιες ικανότητες και δεξιότητες μας διέπουν υπάρχουν μονάχα για να τις δίνουμε στην εργασία και έτσι, εφόσον λάβουμε το χρίσμα του άριστου, με πολύ κόπο και θυσία… θα ανταμειφθούμε. 

Αλίμονο σε όσους ατένιζαν το γαλάζιο της θάλασσας και έπαιρναν ανεύθυνες ανάσες σε αυτά τα λιγοστά, αηδιαστικά, πράσινα μέρη που διέκοπταν με ενοχλητικό τρόπο τη λειτουργικότητα του άστυ. Ευτυχώς πάνε χρόνια, από τότε που αντίκρισα ένα τέτοιο αποτρόπαιο θέαμα. Η φύση κατάλαβε επιτέλους, πως δεν την χρειαζόμασταν. Πως δεν μας προσέφερε τίποτα, πως ήταν κάτι το ξεπερασμένο και πως ο μισάνθρωπος έκρινε τα πάντα. Γι’ αυτό λοιπόν μας εγκατέλειψε, αφού πρώτα πετσοκόψαμε και ξεκληρίσαμε κάθε ίχνος της ανώφελης πλέον ύπαρξής της.

Μαζί της έφυγαν και όσοι την είχαν ανάγκη. Κάποιοι αδύναμοι, που είχαν δημιουργήσει μαζί της, άκουσον-άκουσον, δεσμούς αγάπης. Την φώναζαν «μάνα» είπαν, στους δικαστές, επειδή γι’ αυτούς ήταν η δημιουργία, πως ήταν ο συνδετικός κρίκος για να έρθει σε επαφή ο άνθρωπος με τον εαυτό του και με αλληλέγγυο τρόπο να προχωρήσει με τον.. συνάνθρωπο …Ντρέπομαι και που γράφω τέτοια λέξη. Σαφέστατα, η δικαιοσύνη έλαμψε. Το δικαστήριο των μισάνθρωπων, έκρινε πως κάτι τέτοιο είναι παράνομο, μη παραγωγικό και έτσι κλήθηκαν να εκκενώσουν εντός δεκαπέντε ημερών, όχι μόνο τους πράσινους τόπους, αλλά και όποια εστία δημιουργούσε ένα τέτοιο ποταπό αίσθημα.

Όσο για την αγάπη που προαναφέρθηκε… Τη σιχαίνομαι. Ένα αίσθημα, τόσο περιττό και κάποτε να φανταστείτε πως το επιζητούσαν.

Ευτυχώς οι άνθρωποι, γρήγορα ανακάλυψαν πως ένα τέτοιο αίσθημα κάνει τον άνθρωπο μαλθακό, ευάλωτο. Τον κάνει να αναλώνεται σε σκέψεις, στιγμές και κυρίως σε χρόνο, που θα μπορούσε να αξιοποιήσει για την ατομική του ευχαρίστηση.

Είναι δύσκολο να προσδιορίσω πότε οι άνθρωποι έχασαν την αγάπη. Σίγουρα ήταν από τα πρώτα βήματα, που καθόρισε τη γέννηση του είδους μας, των μισάνθρωπων. Βλέπετε, όσο ακόμα ήμασταν άνθρωποι, οι πηγές λένε, πως ο έρωτας είχε σταδιακά εξασθενίσει. Πως δεν συναντούσε κάνεις τον άλλον άνθρωπο, στην ουσιαστική  του μορφή, ούτε στην αγάπη, ούτε στο σεξ, ούτε στις σχέσεις. Γράφτηκε πως είναι ένα συναίσθημα, που αν και αναζωπυρώνεται γρήγορα, -ευτυχώς- φθείρεται εξίσου τάχιστα. Οι άνθρωποι λοιπόν εξελίχθηκαν κατά φυσικό τρόπο, να ικανοποιούν μονάχα τις ορέξεις τους και να προσεγγίζουν, αυτό που πλέον γνωρίζουμε ως ύψιστη αρετή: Το εγώ τους.

Να προσθέσω και ένα αστείο παράδοξο. Οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν ήμασταν ικανοί να αγαπήσουμε τον εαυτό μας και κάποιοι ανίδεοι, επιπόλαιοι, πίστεψαν έστω και για ένα λεπτό πως θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε ανθρώπους που αγαπούν έναν βρωμερό βάρβαρο ξένο ή κάποιον που αγαπάει άνθρωπο με ταυτότητα φύλου ίδιου βιολογικού πρόσημου ή σε κάποιον που ανικανότητα ή από νοητική έλλειψη επίλεξε να μείνει φτωχός.

91243823_548703482708345_4796042120899067904_n (κολάζ: Ευτυχία Παπαγιαννάκη)

Λίγη σημασία όμως έχει. Το σημαντικό είναι πως ξεφύγαμε από αυτή την μπουρδολογία περί έρωτα και το ζων και δρών άτομο, γνωρίζει πως ζει και δρα για λογαριασμό του.

Τα βράδια, όταν το σκοτάδι μας γίνεται, ένα με το σκοτάδι του κόσμου που μας γέννησε, σκέφτομαι το ένδοξο παρελθόν του είδους μας. Τους ένδοξους αγώνες που με τόσο μόχθο εξαπολύσαμε σε κάθε ανόητη προσπάθεια να μην κερδίσουμε οι δυνατοί. Εμείς είχαμε τη δύναμη, εμείς είχαμε την επιθυμία. Γι’ αυτό πήρα την πρωτοβουλία να γράψω αυτό το γράμμα από το μισανθρωπικό και με κόπο δυστοπικό μέλλον, σε εσάς άνθρωποι. Το είδος σας πέρασε πολλές στιγμές, που χαρακτηρίσατε δύσκολες, αλλά η μόνη μάστιγα και η μόνη πανδημία που μπορέσατε να κρατήσετε ζωντανή αλλά και να μείνετε εσείς ζωντανοί, όχι όμως αναλλοίωτοι. Ήταν αυτή της μισανθρωπίας.

Ευτυχώς, επιτρέψατε στον φόβο να σας κάνει πλάσματα ικανά να μπορούν επιτέλους να ακούν.

Επιτρέψατε, στον φόβο να διεκδικήσετε τα σύνορα που σας ανήκουν. Δεν είναι δυνατόν βάρβαροι άνθρωποι – οι οποίοι αν πραγματικά ήθελαν θα έφτιαχναν το μέλλον τους στη χώρα τους – να ζητούν προστασία αλλού.

Με πολύ θάρρος, δείξατε εμπιστοσύνη και νιώσατε ασφάλεια στα κελιά σας. Τα κρατήσατε για χρόνια και για χρόνια, μέχρι που ξάφνου καταλάβατε πως αυτό που θα έπρεπε να έχετε ξεφορτωθεί είναι η ελευθερία σας.

Με όλη σας τη συνείδηση, πολεμήσατε την αγάπη και εκούσια αποξενωθήκατε, αφού πρώτα συνειδητοποιήσατε πως η αλλοτρίωση σας στο βωμό της ατομικότητας και της κερδοσκοπίας, ήταν ο σκοπός για τον οποίο γεννηθήκατε.

Αδιαφορήσατε, με πρωτότυπο και έντονο τρόπο, σε κάθε έναν που από επιλογή έμεινε ανήμπορος, άρρωστος, αμόρφωτος και αβοήθητος.

Καταλάβατε πως, «έτσι είναι η ζωή»!

Στην αρχή του γράμματός μου σας έγραψα μια εξομολόγηση, για μια εξιδανικευμένη σκέψη που είχα γύρω από τον έρωτα. Συγχωρέστε όμως, άνθρωπος ήμουν και εγώ…

Τέλος, θέλω να ξέρετε πως θα φτάσετε στο είδος τον μισάνθρωπων. Αλλά σας προειδοποιώ, ακόμα και μεταξύ μισάνθρωπων, δεν μπορεί να υπάρξει καμία ισότητα. Γι’ αυτό λοιπόν, εάν διαγνωστούν περισσότερα κρούσματα μισανθρωπίας, δεν θέλω να τα χρεώνετε σε άλλους μισάνθρωπους. Δεν θέλω να μου παίρνουν την δόξα άλλοι μισάνθρωποι. Το αόρατο χέρι της μισανθρωπίας, σας στέλνει αυτό το γράμμα, να σας εξηγήσει τα αυτονόητα και τη δόξα την παίρνω εγώ.

Οι μισάνθρωποι δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις λίγες αλυσίδες που μένουν να σας δένουν. Μισάνθρωποι όλων των λαών, ενωθείτε!

 

Μισάνθρωπος

 

Στέλιος Αγγελόπουλος