Μπροστά σου έχεις δύο πόρτες,

δεν ξέρεις ποιά να ανοίξεις για να μπεις.

Μοιάζουν και οι δυό σαν ξένες.

Χτυπάς μα κανένας δεν απαντάει απο μέσα,

καμιά φωνή απο τον ορίζοντα που να σου λέει πέρασε.

Δεν έχουν απ’έξω ταμπέλες,

δεν ξέρεις που οδηγεί η καθεμιά

και φοβάσαι.

Φοβάσαι εκείνο το λαβύρινθο που θα συναντήσεις.

Ξέρεις οτι κρύβουν και οι δύο μέσα τους το αβέβαιο.

Δεν ξέρεις τι ομορφιές και δυστυχίες κρύβει η καθεμιά.

γι’αυτό φοβάσαι να διαβείς.

Σε πιάνουν τότε τα κλάματα.

Αβεβαιότητα για το μέλλον σου, τη ζωή σου, τους έρωτες σου.

Ποιά να ανοίξεις αναρωτιέσαι,

σε ποιά πόρτα απο τις δύο θα αφήσεις τους λυγμούς σου;

Δεν έχουν ταμπέλες εκείνες οι πόρτες.

Η μια μέσα της κρύβει ομορφιά και σοφία.

Η άλλη κρύβει πόνο και δυστυχία

και εσύ δεν ξέρεις ποιά να ανοίξεις και να μπεις.

Δεν ανοίγεις τελικά καμία.

Απογοητεύεσαι που η ζωή σε πέταξε σε αυτό το αδιέξοδο.

Χτυπιέσαι σαν τρελός λες και θα αλλάξει κάτι.

Όταν είσαι πια έτοιμος αποφασίζεις.

Θα μπεις σε μια και οτι να’ναι.

Θα το ρισκάρεις, ίσως.

Αν διαλέξεις τον πόνο θα πρέπει να αντέξεις,

να αντέξεις να φτάσεις μέχρι το τέλος,

μέχρι εκεί που θα έχεις γίνει κάποιος άλλος.

Αν πάλι διαλέξεις την ομορφιά και τη σοφία θα πρέπει πάλι να παλέψεις.

Θα πρέπει να παλέψεις για να την κατακτήσεις.

Να γίνεις σοφός και να έχεις αρετή.

Τελικά ανοίγεις μια και μπαίνεις.

Δεν ξέρεις που θα βγάλει, μα το τολμάς.

Νίκησες.

Το αδιέξοδο δεν υπάρχει πια.

Νίκησες τους δαίμονες σου.

Κυπραίου Μαρία