Αφήγηση

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας

κανείς δεν ξέρει να πει γιατί

κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες

σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο

στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα.

 

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους

ατελείωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν, γυναίκες

που γερνούνε δύσκολα

αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες

σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες

και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών.

 

Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει

δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης

μηχανή μιας απέραντης οδύνης

που κατάντησε να μην έχει σημασία.

 

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά

μοναχό καθώς περνούσε

για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια

για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες

που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς.

Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο

εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου

πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή.

 

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχος

μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα

σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο

ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.

 

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε

σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει

και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω

τίποτε που να μην το συνηθίσατε∙

προσκυνώ.

Γιώργος Σεφέρης


Βουίζει θλίψη, ματαίωση, αδυναμία. Μέρες που θυμίζουν κάτι από την προηγούμενη μέρα. Που τους λείπει η νότα, ο ρυθμός και ο παλμός της ζωής. Διαδικτυακά σύνορα που επικοινωνούν την αγωνία και θυμίζουν τα πρόσωπα. Ξαναζωντανεύουν τις στιγμές και ανοίγουν τις σελίδες προηγούμενων ξεχασμένων βιβλίων.

Ξαφνικά, στη σκηνή εμφανίζεται ο Σεφέρης και επαναφέρει στιγμές από το Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, που θυμίζουν πολύ την αποξένωση του καιρού μας. Ο κινηματογραφικός του φακός αποτυπώνει την οδύνη και τον πέτρινο “τοίχο” που εγκλωβίζει τον κάθε άνθρωπο και εμποδίζει την κάθε επικοινωνία. Εστιάζει σε έναν άνθρωπο – θύμα της αποξένωσης του καιρού του. Έναν άνθρωπο που στα μάτια του καθρεφτίζεται η θλίψη, η μοναξιά και το “αντίο” που άφησαν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα. Το ποιητικό υποκείμενο ξετυλίγει ένα κουβάρι υποθέσεων αναζητώντας την πηγή της κατακερματισμένης του ψυχής ενώ παρατηρεί την αδιαφορία των υπολοίπων, οι οποίοι όχι μόνο τον προσπερνούν κλωτσώντας το κουβάρι της θλίψης του αλλά και νιώθουν να έχουν συνηθίσει τη συγκεκριμένη εικόνα. Μία εικόνα που επαναλαμβάνεται και μοιάζει πλέον σαν να μην υπάρχει στο οπτικό τους πεδίο, σαν να έχει σβηστεί και αντικατασταθεί από μία δοκό επιβίωσης, όπου ο καθένας προσπαθεί να βρει την ισορροπία του.

Η αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου σε όλους εμάς, μας ξυπνά από το ναρκωτικό της “συνήθειας” που υπνωτίζει τις αισθήσεις, αδρανοποιεί την επιθυμία και βάζει τη ζωή σε σίγαση. Ο ίδιος ο Σεφέρης μοιάζει να φοβάται πολύ τη συνήθεια, την πανομοιότυπη επανάληψη συμπεριφορών, καταστάσεων, ρυθμών ζωής. “Φοβάμαι μήπως συνηθίσω έτσι. Πάντα από μακριά να σ’ αγαπώ” γράφει στη γυναίκα του, Μαρώ Ζάννου σε ένα από τα ερωτικά  γράμματα που της έστελνε την περίοδο που δεν ήταν ακόμη παντρεμένοι. Πριν κατέβει ο ποιητής από τη σκηνή χαιρετά ειρωνικά την δουλοπρέπεια μας στη συνήθεια, την αδράνεια και την αδιαφορία, προσκυνώντας σαν να μη μπορεί να δώσει λύση στην απάθεια.

Σήμερα, η σύγχρονη, ροκ φιγούρα του Πασχαλίδη τραγουδά τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη και ηχεί τα ψυχολογικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου που δοκιμάζεται σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Πώς θα λειτουργήσει ο εγκλεισμός μας στις ανθρώπινες σχέσεις; Η απομόνωση μας, ποια γέφυρα επικοινωνίας θα βρει στους άλλους; Οι μέρες αναστοχασμού θα μας υποδουλώσουν στον εγωισμό ή θα μας ελευθερώσουν στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας;

Βάλε τον Πασχαλίδη να παίζει στο κασετόφωνο και βάλε ένταση στον ήχο της “επιθυμίας”. Όλα τα άλλα τα αφήνω πάνω σου.

Τα λέμε σύντομα

Έλλη

cbba76fb5322960a924f21a0d171cf98