Έκαναν τότε Σύνοδο οι Αδικημένοι και Τον προσκάλεσαν να ρίξει πάνω τους την πρώτη πέτρα. Δεν άνοιξε ρουθούνι. Μέσω των Γραφών του δήλωσε αμετανόητος και ζηλότυπα αλάθητος και άμεμπτος και δεν εμφανίστηκε ούτε για να υπερασπιστεί τους τίτλους Του. Ο Πανταχού Παρών κηρύχτηκε αδικαιολογήτων Απών και Τον εξομολόγησαν ερήμην. 

Η Μεγάλη Εβδομάδα έχει ξεκινήσει. Σε μια εποχή αποκλεισμού και εγκλεισμού, εξαιτίας ενός ιού που απειλεί να εξοντώσει και τα καλύτερα συστήματα υγείας. Το θείο δράμα μοιάζει ατελέσφορο όταν δεν υπάρχει προσδοκία κάποιας ανά(σ)τασης. Και ο θάνατος, που νικήθηκε με το θάνατο, καραδοκεί παντού διακηρύσσοντας την παντοδυναμία του. Σε αυτή την εποχή, λοιπόν, αξίζει να διαβαστεί ένα βιβλίο, ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα του Νίκου Μάντζιου με τίτλο “Ο εξομολόγος του θεού”. Είναι η πρώτη απόπειρα του συγγραφέα να αναμετρηθεί με τη μεγάλη φόρμα, ύστερα από την πορεία του στο χώρο του μικροδιηγήματος (Βλέπε οπισθόφυλλο, μικροδιηγήματα, Απόπειρα 2017, επιμέλεια και συμμετοχή στην ανθολογία μικροδιηγήματος Βράδυ Τετάρτης, Απόπειρα 2017).

Στο σκηνικό της χαμένης μάχης, οι ηττημένοι έχουν το θράσος να βάλουν ερωτηματικό μετά το “γιατί”. Οι ρόλοι είναι δίκαια μοιρασμένοι. Η ομίχλη ως μάγος, ο μίμος ως θαυματοποιιός, η απουσία του καλού στη θέση του κακού, ο πόνος, ο πληρωμένος έρωτας στο ρόλο του αγνού έρωτα. Ο καθημερινός άνθρωπος παρουσιάζεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του βασανισμένου ανθρώπου ενώ ο θεός δεν είναι τίποτε άλλο, τελικά, παρά ένας απάνθρωπος άνθρωπος. Δεν έχει, όμως, την υποχρέωση να εμφανιστεί πουθενά και να δώσει λόγο για τίποτα.

Έχοντας στήσει τον κόσμο του “μύθου” του, ο Νίκος Μάντζιος ανοίγει σαν βεντάλια μια μια τις ιστορίες των ηρώων του. Της Ισιδώρας, του Σωτηριά, του Θράσου, της Διώνης, της Ιφιγένειας, του Σίμου, του Ταξιάρχη και πολλών άλλων. Ο καθένας, ως άλλος Χρηστός, κουβαλάει το δικό του σταυρό. Όταν ο παπα – Ευτύχης παροτρύνει τη Σόνια, την πουτάνα, να πάει στο χωριό για να την εξομολογήσει, εκείνη τον κοιτάζει στα μάτια και του απαντάει με την αυθάδεια που χαρακτηρίζει το συνάφι της “πως εκείνος που θα ξομολογήσει τον Θεό, μετά να πάει και σ’ αυτήν. Σ’ εκείνον θα πει τα κρίματα της.”

Αν είναι δικό Του θέλημα να γίνει ο καθένας αυτό που είναι (και ως Πάνσοφος θα είχε το λόγο του), τότε Εκείνος δεν κάνει ποτέ λάθος; Αν όλα εν σοφία εποίησε, γιατί το μόρφωμα, που βρέθηκε στης Μόρφως το κεφάλι, ήταν πολύ κακό; Μήπως, είναι μύθος ότι οι άγγελοι δεν πονάνε; Και αν η αρρώστια, η κακή τύχη, ο μη φυσικός θάνατος, δεν είναι επιλογή, σε τι συνίσταται, στην εποχή της ελεύθερης βούλησης, η ελευθερία του ανθρώπου;

Σε παρακαλώ, Θεέ μου, δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που μπορώ, την υπομονή να αντέξω αυτά που δεν μπορώ να αλλάξω, και τη σοφία να διακρίνω τη διαφορά μεταξύ τους. Έτσι λένε στην προσευχή τους οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί. Μάλλον κάτι θα ξέρουν, για να μην καλούν το όνομα Του επί ματαίω.

Καλή ανάγνωση! Η μήπως εξομολόγηση;

Αλίνα Τριανταφύλλου