“Εγώ πάντως πουλάω όνειρα” του είπε γελώντας.

“Και πώς πάνε οι πωλήσεις;” την ειρωνεύτηκε εκείνος.

Σηκώθηκε βιαστικά από το τραπέζι, όπως άλλωστε προστάζει η καθημερινότητα, χαιρέτησε τους συμφοιτητές της και με γρήγορο βάδισμα έφτασε στη στάση του λεωφορείου. Περίμενε για μερικά λεπτά εκεί, κρυφακούγοντας δύο κοπέλες που με υπερβολικό ζήλο συζητούσαν για τον τρόπο που τις χαιρέτησε κάποιος.

“Είπε Γεια” ή “Γεια σου”; ρώτησε με ειλικρινή απορία η μία από τις δύο.

Τι σημασία έχει; Απλώς σε χαιρέτησε, σκέφτηκε εκείνη. “Το Γεια σου” είναι πιο προσωπικό και σίγουρα είπε “Γεια σου”, τη διαβεβαίωσε η φίλη της.

Το λεωφορείο ήρθε και όλως παραδόξως τα δυο άγνωστα κορίτσια μπήκαν  μαζί της μέσα. Ακριβώς δίπλα της. Τέλεια. Τώρα για είκοσι λεπτά θα άκουγε την ανάλυση του σύντομου – ευτυχώς- χαιρετισμού. Πάλι καλά που δεν τη ρώτησε και τα νέα της.

Έβγαλε τα ακουστικά από τη τσάντα της και μπήκε στο Διαδίκτυο για να ακούσει μουσική. Ήταν απεγνωσμένη και δεν είχε ούτε ένα τραγούδι στο κινητό της.

“ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ – ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΤΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΣΑΣ.”

Ακατάλληλη είναι η μυρωδιά μέσα στο λεωφορείο, η συζήτηση των δύο άγνωστων κοριτσιών, η κυρία που κλώτσησε τον σκύλο στην πλατεία. Ακατάλληλο είναι το αυτοκίνητο που το πάρκαραν στη θέση αναπήρων, το ύφος εκείνου του άντρα όταν κάποιος αλλοδαπός κάθισε δίπλα του. Η ρουτίνα είναι ακατάλληλη. Η επανάληψη.

Οι πενήντα βρισιές μέσα στο τραγούδι ήταν αυστηρά κατάλληλες για να περιγράψουν την κατάσταση.

ΕΙΜΑΙ ΑΝΩ ΤΩΝ 18, επιβεβαίωσε η κοπέλα. Το λεωφορείο γρύλισε και μύρισε παντού καμένο λάστιχο και βενζίνη. Ο οδηγός σταμάτησε το όχημα, και σηκώθηκε όρθιος.

“Κατεβείτε όλοι. Κατεβείτε γρήγορα!” φώναζε έντρομος. Εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της και κατέβασε τα ακουστικά της. Οι επιβάτες εξίσου τρομαγμένοι, μαζεύτηκαν στις πόρτες και ποδοπατώντας ο ένας τον άλλον προσπαθούσαν να αποβιβαστούν πρώτοι.

“Το σίγουρο είναι πως έγειρε το κεφάλι του προς το μέρος σου και πιστεύω ότι παραλίγο να σου έκλεινε και το μάτι”, συνέχιζε ακάθεκτη μία από τις άγνωστες κοπέλες.

“Αχ και εγώ είδα το μάτι του να τρέμει. Το πιστεύεις;” απάντησε η δεύτερη, σπρώχνοντας ταυτόχρονα μία ηλικιωμένη γυναίκα κάτω από το αστικό.

Αφού κατέβηκαν όλοι από το λεωφορείο μαζεύτηκαν στην πιο κοντινή στάση, σαν σμήνος από ακρίδες στην 8η πληγή της Αιγύπτου. Το κορίτσι τότε αποφάσισε να περπατήσει.

Έβαλε τα ακουστικά πάλι στα αυτιά της και τα τραγούδια με τις άσχημες λέξεις ξεκίνησαν να παίζουν. Το φαρδύ πεζοδρόμιο ήταν υγρό από τη βροχή, παρόλα αυτά έκανε αρκετή ζέστη, ώστε να ξεκουμπώσει τη ζακέτα της. Η μουσική ταίριαζε τόσο πολύ με τον ρυθμό των αυτοκινήτων, όπως σταματούσαν και ξεκινούσαν στα φανάρια. Τα παπούτσια της είχαν λερωθεί από τις λάσπες και τα βρόμικα νερά μαζεμένα στις λακκούβες. Γύρισε το κεφάλι της, για να δει έναν αδέσποτο σκύλο δίπλα της. Τα μουσκεμένα αυτιά του χοροπηδούσαν όσο περπατούσε κόντρα στον αέρα με τη γλώσσα του έξω, σε ένα απίστευτο ξέσπασμα χαράς που είχε βρει ένα φιλαράκι στη βόλτα του. Τότε η κοπέλα ξεκίνησε μαλακά να κουνάει το κεφάλι της μαζί με τη μουσική και έπειτα τους ώμους της, μέχρι που βρέθηκε να χορεύει μπροστά στον κεντρικό δρόμο διπλής κατευθύνσεως, δίπλα στον παράξενο, χαρούμενο σκύλο.  Περπατούσε και χόρευε.

Και τότε αναρωτήθηκε, γιατί ντρεπόταν τόσα χρόνια να ακολουθήσει τον ρυθμό της μουσικής στα ακουστικά της; Ποιος αποφάσισε ότι δεν είναι καθωσπρέπει να χορεύεις στον δρόμο; Ποιος έχει φτιάξει τέλος πάντων τους κανόνες που όλοι ακολουθούν τόσο πιστά; Ο ουρανός καθρεφτίζονταν στο στάσιμο νερό και τα βήματα της πατούσαν σύννεφα και το ζεστό πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα. Πόσο εύκολα μπορούσε να πετάξει!

“Πουλάω όνειρα. Γιατί αυτά έχω μόνο. Στα 20 μου χρόνια δεν έχω τίποτε άλλο πέρα από όνειρα και τη δύναμη για να τα κάνω πραγματικότητα”, απάντησε εύκολα το κορίτσι, αγνοώντας το ειρωνικό του σχόλιο.


Η Αθηνά Γκαλίτσιου γεννήθηκε το 1997 στη Βέροια Ημαθίας. Τα τελευταία χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη και σπουδάζει στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Η ματιά της απέναντι στις μικρές καθημερινές ιστορίες της ζωής αποτυπώνονται στο πρώτο της έργο “Μωβ Μελωδία“, όπου συγχρονίζει τα όνειρα με την υπομονή. Τα όνειρα της κοπέλας που περιγράφει φορούν τα “ακουστικά” του πόθου για μια ζωή που χορεύει στους ρυθμούς της πίστης. Που χορεύει και δεν περπατά. Που δεν υπακούει σε φαινομενικούς κανόνες και δεν τιθασεύεται στα “θέλω” των άλλων. Που συμφωνεί με τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι πως “η πιο παράξενη ιδιοτροπία…κρύβει μέσα της ότι μας είναι πιο αγαπητό και πιο σπουδαίο: την προσωπικότητα και την ατομικότητα μας”.

Πουλάμε και ξεπουλάμε “όνειρα σε τιμή ευκαιρίας”. Εσύ θα πάρεις;

Τα λέμε σύντομα

Έλλη