Το βιβλίο του Μπάμπη Τσικληρόπουλου, “Ερασιτέχνης Άνθρωπος”, μιλάει για την Ελένη, μια φοιτήτρια Ιατρικής, που απο την επαρχία μετακομίζει στην Αθήνα, για να εργαστεί και να σπουδάσει. Εκεί γνωρίζει σύντομα τις κακουχίες της σύγχρονης ζωής και τις επιπτώσεις τους. Καταλήγει να εργάζεται ως ιερόδουλη και εξιστορεί την πορεία της. Ο τίτλος του βιβλίου είναι εμπνευσμένος απο την Κική Δημουλά.

[…]

Δεν είναι ωραίο να σου μιλάω για τέτοια πράγματα, αλλά σ’ το είπα για να καταλάβεις πώς ήταν η πρώτη μου μέρα στην Αθήνα. 

Τις επόμενες μέρες γράφτηκα στη σχολή και βρήκα στα Εξάρχεια μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα στην Αραχώβης, απέναντι από το “ΜΙΚΡΟ ΚΑΦΕ”. Ο θυρωρός μού είπε ότι παλιά στο ίδιο δωμάτιο έμενε ο ποιητής Νικόλας Άσημος, που τραγουδούσε την τρέλα του (την αλήθεια του) στους δρόμους των Εξαρχείων, ίσως μάλιστα να έμενε ακόμη, αλλά δεν είχε να πληρώσει και τον έδιωξαν.

Αν όμως δεν έβρισκα δουλειά, δε θα είχα κι εγώ να πληρώσω και θα με έδιωχναν. Και τότε, μητέρα; Τι θα γινόταν τότε; 

Δεν μπορώ να πω, βρήκα πολλές δουλειές, και μάλιστα εύκολα, γιατί όλοι με προτιμούσαν, με ήθελαν, με το πρώτο όλοι έμεναν ενθουσιασμένοι, αλλά…

Μα κανένας κ****λης, κανένας; Να μη βρεθεί ούτε ένας να με δει σαν άνθρωπο που έχει ανάγκη απο δουλειά; Όλοι να με βλέπουν σαν μ***ι? […]

Έκανα την μπέιμπι σίτερ, την τηλεφωνήτρια, δούλεψα  σε αποθήκη σούπερ μάρκετ, έκανα την σερβιτόρα, την καθαρίστρια, τη νοσοκόμα και δεκάδες άλλες δουλειές, αλλά παντού τα ίδια. Σιχάθηκα τα μάτια και τα χέρια των αντρών που απλωνόταν σαν επιδημία πάνω σε κάθε σημείο του κορμιού μου, έτοιμοι όλοι με τα ξεδιάντροπα χέρια τους και τα χυδαία βλέμματά τους να πέσουν επάνω μου και να μη μου αφήσουν ίχνος ζωής. Εκείνο τον καιρό λοιπόν, όταν εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ στα πόδια μου χωρίς να χάσω τίποτα απο τον αγαπημένο μου εαυτό, ναι, εκείνο τον καιρό διαπίστωσα έντρομη ότι μερικά μάτια τρώνε σάρκες. 

Θα σου πω για την τελευταία μου δουλειά σ’ εκείνο το μπαράκι, σε μια πάροδο της Πατησίων, για να δεις πώς ήταν οι δουλειές και για να καταλάβεις γιατί μετά από ‘κει στάθηκα στη μέση του δρόμου, πήρα μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και οδήγησα τη ζωή μου στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. 

ΠΗΓΗ: Μπάμπης Τσικληρόπουλος, Ερασιτέχνης άνθρωπος, εκδ. Πατάκη, 1998, σελ. 15-16