Άφησα τις ρωγμές ακάλυπτες,
να λυπηθεί το φως και να τρυπώσει.
Ήρθε ένας ήλιος χάρτινος,
είχε χαμόγελο και φωτογένεια,
δε ζέσταινε ούτε σε τύφλωνε.
Ήρθε ένα χάρτινο φεγγάρι,
κομμένο σε ποικιλίες από φέτες.
Καμιά δεν ταίριαζε με τις ρωγμές μου.
Θα ‘ναι καλύτερα να τις καλύψω,
το φως φαντάζει μακρινό,
δε θα περάσει από δω.
Θα βάλω κάπα του Ζορό,
να μη φανεί πως τρέμουνε τα χέρια μου,
πως πάγωσα ως το κόκκαλο.
Θα καρφιτσώσω
χάρτινους ήλιους και φεγγάρια,
θα φτιάξω ένα ψεύτικο μα πειστικό σπαθί
και θα ψυχαγωγώ καινούριους ήρωες μικρούς.