Ότι και αν περνούσε,
άλλαζε κάτω από το μπαλκόνι.
Οι άνθρωποι, τα χρώματα, οι εποχές.
Οι άνεμοι που σκαρφάλωναν από χαμηλά και κουβαλούσαν πάνω, τους χαιρετισμούς και τις φωνές

Πάνω στο μπαλκόνι,
οι φωνές θύμιζαν τους αγαπημένους απόντες,
που σαν ιστορίες ξεχασμένων θρησκειών γινόντουσαν ποιητικά μοτίβα, που θα κρατούσαν την ανθρώπινη μοναξιά,
μακριά από τη συνειδητοποίηση της ύπαρξής της

Οι άνθρωποι άδειαζαν.
Δεν έρεε πια αίμα, μήτε σπέρμα, μήτε ίχνος ένδειξης ζωής.
Και κάθε ενέργεια που έφευγε από το σώμα, πότιζε τα μάρμαρα που περπατούσε ο άνθρωπος σαν το κομμένο φύλλο συκής

Και το μπαλκόνι, έγινε πια η χαραμάδα να κοιτάξει κανείς πιο μακριά,
τώρα που το άγγιγμα για τον άνθρωπο, σημαίνει όνειρα νεκρά

Στέλιος Αγγελόπουλος