Οικογένεια

Ι.
Τις νύχτες που ολοένα πιο πολύ ο θάνατος
-τόσο που δεν μπορώ στιγμή να ησυχάσω-

πλένω τα δόντια μου προσεκτικά
κι ύστερα μηρυκάζω
το γενεαλογικό μου δέντρο προς τα κάτω.

Μα όπως προχωρώ
στομώνουν τα φωνήεντα στον λάρυγγα
κι αναρωτιέμαι πώς να ορίζεται άραγε στο λεξικό
εκείνος ο υπόχρεος εντός μας
που θέλει οι ρίζες να καρποφορούν
ενόσω μαραζώνουν τα φυλλώματα.

[Κι οι άμοιροι γεννήτορες, μια σιωπηλή καταγραφή
-αλλιώς, συναίνεση-
στον χάρτη της παγκόσμιας ατιμίας.]

ΙΙ.
Έχω τουλάχιστον δυο δέντρα που οι ρίζες τους μπερδεύονται:
εκείνο που πιστοποιείται βιολογικά
κι εκείνο που επέλεξα ως γονιδίωμά μου.

Όμως, το πλέον μύχιο ιδίωμα, αναδιπλώνεται
γύρω απ’ το ρήμα της απώλειας
-τι ειρωνεία-
(ως εναιώρηση του φύλου είτε της φυλής
ή και αναπαράσταση της όποιας μας φυσιολογίας)
στο κατακάθι μιας ζωής
που, ακόμα κι έτσι, υπερίπταται των περιστάσεων.

ΙΙΙ.
Και καταλήγω ως εκ τούτου να ξοδεύομαι
βορά στο φίδι του αστικού ρεαλισμού
και της κοινοτοπίας
-που εν γένει απεχθάνομαι.

Πλην όμως, τις προάλλες μια τρανσέξουαλ
από την Κούβα
(ενδεχομένως έχει κάποια σημασία αυτό,
εδώ, στο όριο της διαφυλ[ετ]ικότητας,
στην επικράτεια της Πλατείας Βικτωρίας)

μου έδωσε να καταλάβω πως
υπάρχουνε λογής λογής αστερισμοί
που κατοικούμε
και πως στης μνήμης τα κωλάδικα
-όποια κι αν ειν’ αυτά-
μπορείς στ’ αλήθεια να λουστείς,
χωρίς να νιώθεις βρόμικος, μ’ ό,τι σε βασανίζει.

ΙV.
[Δεν υπάρχει τίποτα κακό στην κανονικότητα,
όλα βαίνουν καλώς,
κάτω από τον ρυθμικό σφυγμό μιας μηχανής
που λειτουργεί απρόσκοπτα
-προς όφελός μας ( ; ).]

V.
Θέλω να πω, η διγλωσσία μας
οφείλεται στους φθόγγους·

[μες απ’ τα σπλάχνα μου να σ’ αγαπώ
κι η επιδερμίδα μου να παίρνει πίσω
ό,τι μας έχει χαριστεί].

VI.
Τα τελευταία βράδια εξαντλούμαι απαριθμώντας
τις οικογένειές μου μία μία·
συμπέρασμα δεν βγάζω αλλά ξέρω πως
πρέπει να ξενυχτίσω πάλι ξεδιαλύνοντας τους στίχους
που το σκουλίκι ενός Θεού σκαλίζει εντός μου
ενόσω ακόμα δίχτυα απλώνω
στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων,
στης γερασμένης Τέχνης τις ρυτίδες
και στο αστείρευτο ποτάμι των αστερισμών·

[μήπως, ανάμεσα σε κάτουρα και ανθισμένες κερασιές,
βρω, ως εκ θαύματος, εκείνο το κλειδί
που ανοίγει οριστικά
τις φυλακές των ονομάτων].

Υ.Γ.
Μα δες, μαμά,
η θλίψη μας δεν είναι εντέλει τόσο αβάσταχτη,
αν και ημιτελής, αντέχει πιο πολύ
το βάρος των ιστοριών μας
από εμάς τους ίδιους,

ακόμα και στο ελάχιστο του σύμπαντος
που είμαστε·

να ξέρεις, από σένα βύζαξα τους γαλαξίες.

(το ποίημα είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό δέκατα, τεύχος 61, άνοιξη 2020) www.dekata.gr