Στην πραγματικότητα

Ξυπνούσα

Κι έβλεπα το πρόσωπό σου

Με κλειστά τα μάτια

Πολύ κουράστηκα στο ταξίδι αυτό

 

 

Οι μυρωδιές σου ξένες

Το παρέβλεψα

Το σώμα σου ξένο

Το παρέβλεψα κι αυτό

Έχω ένα συναίσθημα μεσαίο

Και δεν ξέρω

Αν με βρίσκω

Απρόσμενα άνετη

Ή

Απρόσμενα άβολη

Σίγουρα, βέβαια, απρόσμενα καινή

 

 

Μου αρέσει το παιδικό σου δωμάτιο

Τα χρώματα

Λιωμένα στο πάτωμα

Η μουσική στους τοίχους

Κι ο θόρυβος που κάνουν τα φωτάκια σου

 

 

Μέσα στο παιδικό σου δωμάτιο

Μαντεύω τον εαυτό μου

Σε μια εικόνα

Στα τρίματα στο πάτωμα

-το τασάκι πέθανε

το σκοτώσαμε προχθές

Να αγοράσουμε κάτι,

να ‘χεις να με θυμάσαι-

 

 

Πίστεψα με είδες

Μα δεν ορκίζομαι

Θα περιμένω να δω αν ταιριάζουμε

Και θα σκέφτομαι όλους τους λόγους

Που διαφέρουμε

“Δώσε μου χρόνο να σε συνηθίσω”

Είπες

Στάθηκα κι εγώ

Στην πάνω δεξιά γωνία

Να βολιδοσκοπήσω

-Αυτό θα ‘χει μεγάλη πλάκα-

 

 

Ύστερα

Θα χαίρομαι

Που κρατώ τις αποστάσεις

Είδα στην πόρτα σου

Ζωγραφισμένο ένα ποίημα

Ήταν σημάδι ( ; )

Πόσο λάθος έκανα

Για μένα

 

 

Η νύχτα πέρασε

Στον ύπνο μου

Εκείνος ο καφές στο μπαλκόνι

Ο Ήλιος να καίει ανάμεσα στα νύχια μου

Σου κάνω κωλοδάχτυλο

Και με τα δυο μου πόδια

Να είναι ένας από τους δυο μας

Ο μαλάκας

Αν και οι ιστορίες σου έχουν πλάκα

Και τα μαλλιά σου έχουν πλάκα

Και η φωνή σου έχει πλάκα

 

 

Ξύπνησα σε κείνο το ηλιόλουστο

Μπαλκόνι

Λουσμένη στον καφέ

Εσύ

Μου ‘δωσες παγωτίνια

Για πρωινό

Και κάτι μαύρα στίγματα

Κι η μέρα κύλησε γλυκά

Ήρεμα

Αλλά όχι και τόσο βρώμικα

 

 

Η αγαπημένη μου στιγμή

Όταν μου πες να παίξουμε

 

D’Lr[i]um