Όλο του το σώμα αντιδρούσε. Έτρεμε, ίδρωνε, πονούσε. Όπως την εποχή που αναγκάστηκε να κόψει το χόρτο. Ο γιατρός, όμως τότε, ήταν ανένδοτος. Δεν έφτανε που τον έτρωγε η ασθένεια, του είχε πει, έπρεπε να επιβαρύνει τα νευρικά του κύτταρα καπνίζοντας χασίς; Μάταια προσπαθούσε να του εξηγήσει ο Χαράλαμπος, πως με αυτό τον τρόπο μπορούσε λίγο ν’ ανακουφιστεί. Να ξεχαστεί έστω και πρόσκαιρα. Να σταματήσει για λίγο ν’ ακούει τις Ερινύες. Να βλέπει τον Εφιάλτη. Τελικά πείστηκε. Έτσι, το έκοψε. Ένιωθε ότι βρισκόταν στην ίδια θέση. Είχε τα ίδια συμπτώματα. Του είχαν πει τότε, ότι ήταν φυσιολογικό. Ήταν η αντίδραση στην απεξάρτηση. Τώρα όμως; Αναρωτιόταν.

Κουλουριασμένος στην αγκαλιά της, σπαρταρούσε σαν το ψάρι. Η Ευσταθία, του χάιδευε το κεφάλι. Του μιλούσε στοργικά. Τη μοναξιά του, όμως, δεν μπορούσε να τη γλυκάνει. Αυτή την αίσθηση της απέραντης θλίψης και ερημιάς. Ένιωθε αποκομμένος από τους ανθρώπους. Δεν τον ένοιαζαν οι εντολές που είχαν ληφθεί. Να μη βγαίνει ο κόσμος από το σπίτι παρά μόνο αν αυτό δικαιολογείται από συγκεκριμένο λόγο. Αυτό, λίγο πολύ, δεν άλλαζε κάτι στη ζωή του. Έτσι κι’ αλλιώς είχε χάσει προ καιρού την ελευθερία της επιλογής, την ανεξαρτησία του. Από τότε που άφησε τα πόδια του να παραδοθούν στην ασθένεια, έβγαινε μόνο όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες. Δεν είχε, επομένως, αλλάξει κάτι ουσιαστικά. Όμως, λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας από νομό σε νομό, δεν μπορούσε να πάει ούτε στη μάνα του που ζούσε στην Καλαμάτα. Και η σκέψη αυτή τον στοίχειωνε. Η φωνή της πλέον τον ακολουθούσε παντού. Και το χειρότερο, είχε επιστρέψει ξανά ο Εφιάλτης. Αυτός που είχε έρθει για πρώτη φορά όταν ήταν ακόμα έφηβο αγόρι και τον είχε πιάσει η μάνα του με το χέρι μέσα στο παντελόνι.

Και η φωνή της, πάντα διαπεραστική, του έλεγε τα ίδια και τα ίδια. Ότι μόνο εκείνη ήταν ικανή να τον φροντίζει. Ότι η θέση του ήταν δίπλα της. Ότι δε χρειαζόταν κανέναν άλλο. Θυμήθηκε τον καιρό που είχε φτάσει στο σημείο να μη βγαίνει πλέον έξω. Και τα λίγα βήματα που μπορούσε να κάνει, δεν είχαν καμία αξία. Τα είχε εγκαταλείψει. Μονίμως καθισμένος πλέον σ’ ένα αμαξίδιο, πήγαινε από το δωμάτιο του στην κουζίνα ή το σαλόνι. Κι’ ας μην υπήρχε απαγόρευση της κυκλοφορίας. Ο κορωνοϊός δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στις ζωές των ανθρώπων. Εμφανίστηκε, όμως, εκείνη ξαφνικά στη ζωή του. Τον προηγούμενο Σεπτέμβρη. Του θύμισε πως είναι να θες να ζήσεις ξανά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, την είχε ακολουθήσει στην Αθήνα. Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε κάνει κάτι τέτοιο. Πόσο μάλλον η μητέρα του. Δεν είχε τολμήσει να πάει μόνος του να τη δει.

Είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που ζούσε μαζί με την Ευσταθία. Σε αυτό το διάστημα, είχε ξεκινήσει πάλι φυσιοθεραπεία. Προσπαθούσε να βρει τα χαμένα του βήματα. Έστω και αυτά τα λίγα. Η βελτίωση ήταν εμφανής. Πήγαινε δυο φορές την εβδομάδα κι’ έκανε τις ασκήσεις του. Όταν λήφθηκαν τα μέτρα για την πανδημία, ο φυσιοθεραπευτής χρησιμοποιούσε την αιτιολογία της δουλειάς για να μπορεί να πηγαίνει στο σπίτι τους. Όμως, ο Χαράλαμπος έβλεπε ότι η κατάσταση χειροτέρευε πάλι. Επιπλέον, καθόταν ανήμπορος στο κρεβάτι κι’ έτρεμε. Με τη φωνή ν’ αντηχεί στα αυτιά του. Και τον Εφιάλτη. “Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει”, της έλεγε με δυσκολία. Και νόμιζε πως ούτε κι’ εκείνη ήξερε. Οπότε, δεν καταλάβαινε τα λόγια που του έλεγε η Ευσταθία ξανά και ξανά. “Έχω την έγνοια σου.” Κι’ ύστερα, τον φιλούσε απαλά.

Μια εβδομάδα μετά το Πάσχα, του τηλεφώνησε η θεία του για να του πει πως η μητέρα του έπεσε κι’ έσπασε το πόδι της. Θα έμπαινε στο νοσοκομείο να χειρουργηθεί. Την ίδια μέρα, είδε τον κορμό του ξαφνικά να στήνεται πάλι όρθιος. Λες και μια μαγική δύναμη τον τράβηξε από ψηλά. Σταμάτησε να τρέμει και να ιδρώνει. Παραξενεύτηκε.

Όταν μίλησε με τον αδελφό του, με τον οποίο είχε να μιλήσει από τότε που πήγε στην Αθήνα, εκείνος του είπε να πάρει ειδική άδεια και να πάει στην Καλαμάτα. Δεν μπορούσε ν’ ασχοληθεί, κι’ ας έμενε εκεί. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, το ξέσπασμά του Χαράλαμπου ήταν ακαριαίο. Ένιωθε πως τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Άφησε τα λόγια του να γίνουν ποτάμια, να ξεχυθούν ορμητικά σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του. Που κρυβόταν άραγε όλος αυτός ο θυμός; Απορούσε. Παραληρούσε. Σε μια απόπειρα διαλόγου, δεν δίστασε να στρέψει το μένος του σ’ εκείνη. Η Ευσταθία, όμως, δεν το άντεξε κι’ ένας άγριος καβγάς απογειώθηκε.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με τα ερείπια της μάχης απλωμένα σ’ όλο το σπίτι. Βγαίνοντας από το δωμάτιο έβλεπε τα ρούχα του που ήταν πεταμένα εδώ κι’ εκεί ενώ το σακβουαγιάζ του έχασκε άδειο στη μέση του σαλονιού. Και την κουβέρτα της διπλωμένη πάνω στον καναπέ. Ο Χαράλαμπος πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ. Της παρηγοριάς, σκέφτηκε. Η Ευσταθία, όμως, δεν φαινόταν πουθενά. Είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Γύρισε και την είδε.

– Να σου φτιάξω κι εσένα έναν; της πρότεινε δειλά

– Ναι. Κι εγώ θα φτιάξω τοστ, την άκουσε να λέει ανακουφισμένος.

Κάθισε στο τραπέζι σιωπηλή. Τσούλησε δειλά το αμαξίδιο του μέχρι εκεί. Δεν ήθελε να διαταράξει την ηρεμία μετά την καταιγίδα. Άφησε τον ήλιο να μπει προκλητικός από τα παράθυρα. Της πρότεινε να πάνε μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Θα ήταν ιδανικό σε μια τέτοια μέρα. Περίμενε με αγωνία την απάντηση της. Συμφώνησε.  Έστειλαν sms στο 13033 κι’ έλαβαν την απάντηση “Μετακίνηση 6”. Ασυναίσθητα, οδήγησε μέχρι τον Πειραιά. Τον αγαπημένο τους προορισμό. Την περιοχή των αντιθέσεων και των αντιφάσεων. Από την Πειραϊκή ως το Πασαλιμάνι και το Μικρολίμανο, και μετά στο Κερατσίνι και την ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος. Με χαρά του διαπίστωσε ότι η επιθυμία τους παρέμενε ακόμα η ίδια. Να μπουν σ’ ένα πλοίο και να εξαφανιστούν.

Αλίνα Τριανταφύλλου