Που αρχίζω εγώ;

Και που τελειώνεις εσύ;

Μια ιστορία που έμεινε μισή.

Σου έδωσα χρόνο.

Σου έδωσα σιωπή.

Απόψε φόρεσα κόκκινο στα χείλη.

Πότε σου δεν κατάλαβες γιατί βάφομαι,

και πώς όλα αυτά δεν είναι λούσα και φκιασίδια περιττά.

Αυτά είναι χρώματα πόλεμου.

Είναι χρώματα μάχης, της δικής μου,

κι αυτής που μου επέβαλλαν.

Δε στο ‘πα.

Δε με ρώτησες.

Αλλά απόψε έχει αλήθεια.

Τέρμα οι δράκοι και τα παραμύθια.

Ξεκινάμε;

Πριν φύγεις.

Είναι κάποια πράγματα για μένα που δεν ξέρεις.

Πάντα ήθελα να γράψω τους στίχους μου σε πακέτα τσιγάρων.

Ήθελα να μετατρέψω κάτι εφήμερο σε κάτι αιώνιο.

Άλλα οι νευρώσεις μου κι οι ψυχαναγκασμοί μου με εμποδίζουν.

Έτσι καταλήγω πάντα να τους καταγράφω

επιμελώς κι ευλαβικά στο τετράδιο μου.

Μη γελάς.

Αλήθεια είναι.

Ανακάλυψα πρόσφατα το μεγαλύτερο μου φόβο

κι αυτός είναι να ξυπνήσω μια μέρα δίχως στόμα.

Να πάω να ψηλαφίσω το πρόσωπο μου,

κι εκεί που κάποτε ήταν τα χείλια μου,

να βρω μόνο δέρμα σκληρό κι άκαμπτο,

σα σελοφάν.

Η πιο λυρική λέξη που άκουσα πότε ήταν η λέξη « pluie »,

που σημαίνει βροχή στα γαλλικά.

Γιατί συνειρμικά μου θύμιζε κλάμα.

Κι έτσι έβλεπα πάντα τη βροχή ως « κλάμα των ουρανών »,

που έρχεται να διαβρώσει τις άμυνες των ανθρώπων.

Τέλος πάντα με συνάρπαζε το ηλιοβασίλεμα κι η ανατολή.

Γιατί όταν ήμουν μικρή ήθελα να πιστεύω,

 πως ο ήλιος κοιμάται και ξυπνάει μαζί μας.

Και σε ξαναρωτάω.

Για τελευταία φορά.

Που αρχίζεις εσύ;

Και πού τελειώνω εγώ;

Δε θα απαντήσεις;

Το περίμενα.