Σήμερα, 8 Οκτωβρίου 2020, η  77χρονη Αμερικανίδα ποιήτρια Λουίζ ΓκλουκLouise Glück – βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας από την Σουηδική Ακαδημία για την «αδιαμφισβήτητη ποιητική φωνή της η οποία, με μια γλώσσα αυστηρής ομορφιάς, καθιστά οικουμενική την ατομική εμπειρία». H Λουίζ Γκλουκ είναι η 16η γυναίκα που τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

 

H Louise Glück γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ. Σήμερα διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Το 1993 τιμήθηκε με βραβείο Πούλιτζερ Ποίησης για την ποιητική της συλλογή «The Wild Iris» , το 1999 με Βραβείο Μπόλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της «Vita Nova»,  το 2003 της δόθηκε ο τίτλος ως 12η Poet Laureate της Αμερικής και στις 19 Νοεμβρίου 2014 το αμερικανικό Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης για τη συλλογή της «Faithful and Virtuous Night».

 

 

Πρωτότυπο κείμενο:

Averno 

I

”Averno, ancient name, Avernus. A small crater lake, ten miles west of Naples, Italy; regarded by the ancient Romans as the entrance to the underworld.”

 

You die when your spirit dies.

Otherwise, you live.

You may not do a good job of it, but you go on –

something you have no choice about.

 

When i tell this to my children

they pay no attention.

The old people, they think –

this what they always do:

talk about things no one can see

to cover up all the brain cells they’re losing.

They wink at each other;

listen to the old one, talking about the spirit

because he can’t remember anymore the word for chair.

 

It is terrible to be alone.

I don’t mean to live alone –

to be alone, where no one hears you.

 

I remeber the word for chair.

I want to say –  I’m just not interested anymore.

 

I wake up thinking

you have to prepare.

Soon the spirit will give up –

all the chairs in the world won’t help you.

 

Ελληνική Μετάφραση:

Averno 

I

“Averno, αρχαίο όνομα, Avernus. Μια μικρή λίμνη σχηματισμένη από έναν κρατήρα, δέκα μίλια δυτικά της Νάπολης, στην Ιταλία. Θεωρείται από τους αρχαίους Ρωμαίους ως η είσοδος του κάτω κόσμου “

Πεθαίνεις όταν το πνεύμα σου πεθάνει.

Αλλιώς, ζεις.

Ίσως να μην ζεις καλά, αλλά συνεχίζεις να ζεις-

Άλλωστε δε μπορείς να κάνεις και αλλιώς.

Όταν τα λέω αυτά στα παιδιά μου

δε δίνουν δεκάρα.

Οι γέροι, νομίζουν-

και πάντα αυτό κάνουν:

πως μιλώντας για πράγματα που κανείς πλέον δε μπορεί να αποδείξει

καλύπτουν όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα που σιγά-σιγά χάνουν.

Γνέφουν·

Άκου τον μεγαλύτερο να μιλάει για το πνεύμα,

μιας και δε μπορεί ποια να θυμηθεί τη λέξη “καρέκλα”.

Είναι φριχτό να είσαι μόνος.

Δε σκοπεύω να ζήσω μόνος-

μόνος, τόσο που κανείς να μη σ’ακούει.

Θυμάμαι ποια είναι η λέξη “καρέκλα”

Θέλω να την πω- απλά δεν με ενδιαφέρει πλέον να το κάνω.

Ξύπνησα με μία σκέψη:

“πρέπει να προετοιμάσεις τον εαυτό σου” .

Σύντομα το πνεύμα θα σ’εγκαταλείψει-

και τότε όλες οι καρέκλες του κόσμου

δε θα έχουν καμία μα καμία σημασία.

Απόδοση στα ελληνικά: Χριστίνα Γιαβάσογλου

Πηγή πρωτότυπου κειμένου : Poetry Foundation