Edith Piaf: Όχι, δεν μετανιώνω τίποτα!
Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ο Οκτώβρης, χαρακτηρίζεται από τον αισθητισμό που φέρνει το κιτρινωπό Φθινόπωρο. Κ’ όμως, εκείνον τον Οκτώβρη του 1963, η γυναίκα που δεν μετάνιωσε για τίποτα, μπήκε στο τελικό της Φθινόπωρο και ο κόσμος έχασε έναν αισθητισμό, που δεν θα βρει ποτέ ξανά.
Η γυναίκα αυτή, ακούει στο όνομα Εντίθ Πιάφ. Όχι όμως ακόμα. Πρώτα ήταν η μικρή Εντίτ Ζιοβανά Γκασιόν, γεννημένη στο παγωμένο Παρίσι του Δεκέμβρη του 1915, κάτω από μια λάμπα υγραερίου. Ο πατέρας ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της τραγουδίστρια σε καφέ. Αμφότεροι την εγκατέλειψαν και το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας, το έζησε πλάι στη γιαγιά της, ιδιοκτήτρια οίκο ανοχής στη Νορμανδία. Σε έναν οίκο ανοχής μικρό, με δύο πατώματα και επτά δωμάτιο μαζί με «δέκα φτωχά κορίτσια» όπως περιέγραφε η ίδια αργότερα, συμπληρώνοντας κάπως έτσι μια οικογένεια που την πρόσεχε.
Ένα μικρό κορίτσι, που γεννήθηκε κάτω από το φως μιας μικρής λάμπας υγραερίου, ξαφνικά σε ηλικία οκτώ ετών, χάνει το φως της από μηνιγγίτιδα. Δύο χρόνια αργότερα, ξαναβρίσκει το φως λόγω ενός θαύματος όπως αναφέρει η ίδια ή όπως γράφει ένας από τους βιογράφους της χάρη στις ιερόδουλες που εργάζονταν στον οίκο ανοχής της γιαγιάς της, οι οποίες συγκέντρωσαν χρήματα για να τη βοηθήσουν.
Καθώς μεγάλωνε και έφτασε στα εφηβικά της χρόνια, βρέθηκε ξανά κοντά με τον πατέρα της, ο οποίος εργαζόταν ως ακροβάτης σε τσίρκο. Επέμενε να μάθει ακροβατικά, όμως όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος, «είχε όλο το ταλέντο στο λαιμό και όχι στο κορμί», και έτσι την έβαζε να τραγουδάει για να συμπληρώνει το νούμερό του. Εκεί την ανακάλυψε ένας ιδιοκτήτης καμπαρέ και της έδωσε την πρώτη της δουλειά σε νυχτερινό κέντρο. Τότε γίνεται πλέον η Εντίθ Πιάφ, όπου στην παρισινή αργκό «πιαφ» σημαίνει σπουργίτι.
Στα 17 συναντά τον Λουί Ντεπάντ, όπου ερωτεύονται, και μόλις σε ένα χρόνο δίνει ζωή σε ένα κοριτσάκι της Μαρσέλ. Όμως τι να πει κανείς για τα παιδικά τραύματα, που δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί κανείς και τα επαναλαμβάνει για να τα κανονικοποιήσει; Η Εντίθ, στο παράδειγμα της μητέρας της, δυσκολευόταν να μεγαλώσει τη Μαρσελ και εξ ’αιτίας της μικρής της ηλικίας, είχε ελάχιστες γνώσεις για τη διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού. Γρήγορα επέστρεψε στους δρόμους και στα καμπαρέ για να τραγουδά.
Έπειτα από μια έντονη διαμάχη για τη συμπεριφορά της, η Πιαφ άφησε τον Λουί και πήγε μαζί με τη μικρή Μαρσέλη και τη Μομον, μια γυναίκα που ήταν πάντα πλάι της και πιθανότατα η ετεροθαλής αδελφή της, να ζήσουν αλλού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Μαρσελ έμενε συχνά μόνη στο δωμάτιο της, ενώ η Πιάφ και η Μομόν, βρίσκονταν στους δρόμους ή στα club τραγουδώντας. Ο Λουί, τελικά ήρθε και πήρε τη Μαρσελ λέγοντας πως εάν ήθελε το παιδί, θα έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Όπως και η μητέρα της, η Πιαφ αποφάσισε να μην επιστρέψει σπίτι. Η Μαρσελ πεθαίνει σε ηλικία δύο ετών από μηνιγγίτιδα. Φημολογείται πως η Πιάφ κοιμήθηκε με έναν άνδρα για να πληρώσει τη κηδεία της Μαρσελ. Την ίδια περίοδο, η Εντίθ είχε ήδη αρχίσει να παίρνει την αναγνώριση του κοινού, κυκλοφορώντας τον πρώτο της δίσκο με τη βοήθεια του Λουί Λεπλέ, ιδιοκτήτη διάσημου καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Λίγο αργότερα όμως ο μέντροράς της και συνεργάτης Λεπλέ, δολοφονείται. Η Πιαφ κατηγορείται πως γνωρίζει τον δολοφόνο αλλά δεν τον καταδίδει.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, ξεκίνησε να δίνει συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου. Εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοηθάει πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της είναι πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γυρίζει την πρώτη της ταινία, που θριαμβεύει. Από τότε συνεχίζει μια πετυχημένη καριέρα και κάνει μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους. Στα τέλη του 1945, γράφει μόνη της την τεράστια επιτυχία της La vie en rose, που στην αρχή περνά απαρατήρητη.
Τον Σεπτέμβρη του 1946, η Πιαφ εμφανίζεται στην Αθήνα, στο «Θέατρο Κοτοπούλη». Εδώ πλέον, γνωρίζει τον ηθοποιό Δημήτρη Χορν και τον ερωτεύεται σφόδρα, χωρίς όμως ανταπόκριση. Έπειτα, ερωτεύονται με τον πυγμάχο Μαρσελ Σερντάν, όμως για κακή της τύχη, άλλη μια απώλεια έμελλε να έρθει στη ζωή της, όταν τον Οκτώβριο του 1949, ο Σερντάν θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα. Το σπουργίτι, βυθίζεται σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπερνά πραγματικά.
Η νέα δεκαετία μετά τον πόλεμο, τη βρίσκει να καταρρέει επάνω στη σκηνή της Στοκχόλμης και η διάγνωση των γιατρών είναι ανίατος καρκίνος. Εθίζεται στο αλκοόλ και στη μορφίνη, η οποία της χορηγήθηκε έπειτα από δυο σοβαρά τροχαία.
Παρ’ όλα αυτά το 1952, θα παντρευτεί για πρώτη φορά, τον συμπατριώτη της ηθοποιό και τραγουδιστή Ζακ Πιλς. Έπειτα από πέντε χρόνια γάμου, χωρίζουν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Εντιθ, γνωρίζει τον τραγουδιστή Θεοφάνη Λαμπούκα. Ερωτεύεται παθιασμένα τη νιότη του ενώ τα 20 χρόνια που τους χωρίζουν, της δίνουν ζωή. Παντρεύονται και η Πιαφ του δίνει το παρατσούκλι Τέο Σαγαπό. (Theo Sagapo), με το οποίο θα γίνει γνωστός ως τραγουδιστής στο γαλλικό κοινό.
Σε όλη της την καριέρα η Εντίθ Πιάφ, χαρακτηριζόταν για τη βαθιά ερμηνεία που απέδιδε σε κάθε της τραγούδι. Για την εξαίρετη δραματικότητα που αντικατόπτριζε η φωνή της, καθώς σε όλη της τη ζωή είχε αποκρυσταλλώσει βιωματικά κάθε πτυχή της ζωής.
Το ίδιο καλοκαίρι που παντρεύεται με τον Τέο, παίρνει το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros, για το σύνολο της καριέρα της.
Λίγο αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου του 1963, μόλις στα 48 της χρόνια, η Εντίθ Πιάφ σβήνει από κίρρωση. Στη μικρή ζωή της πρόλαβε να ηχογραφήσει περισσότερα από 200 τραγούδια και πάντοτε, κάτι δημιουργούσε. Άνθιζε και στο τέλος μαραινόταν, βιώνοντας κάθε φορά το δικό της προσωπικό φθινόπωρο.
Στέλιος Αγγελόπουλος