Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι, η γυναίκα-σύμβολο της μπαρόκ εποχής
Η Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι υπήρξε σημαντική καλλιτέχνης της εποχής του μπαρόκ και μια απο τις λίγες γυναίκες που έμειναν στην ιστορία για τις εικαστικές τους ικανότητες. Αποτελεί ένα αναλλοίωτο σύμβολο φεμινισμού, όχι μόνο για την ιδιαιτερότητα της ως γυναίκα ζωγράφος αλλά και για το φως που έριξε μέσω των έργων της, σε θέματα ταμπού εντός μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Η θεματολογία των έργων της περιστρέφεται γύρω απο ιστορίες της Βίβλου και της Αρχαιότητας, με πρωταγωνιστές, συνήθως, γυναίκες. Οι πίνακες της, έχουν εμφανέστατες επιρροές απο τον ζωγράφο Καραβάτζιο, αλλά ταυτόχρονα περιέχουν και την δική της αφηγηματική σφραγίδα. Η επιλογή των θεμάτων δεν ήταν καθόλου τυχαία, κι αυτό το καταλαβαίνουμε απο το σκοτεινό παρελθόν της ζωγράφου.
Γεννημένη το 1593 στην Ρώμη, η Αρτεμίζια γνώρισε την ζωγραφική μέσω του πατέρας της, Οράτσιο Τζεντιλέσκι, και μαθήτευσε δίπλα του. Το 1610, σε ηλικία μόλις 17 ετών, παρήγαγε το πρώτο της έργο, το οποίο ονομάστηκε “Η Σωσσάννα και οι γέροντες”. Ο συγκεκριμένος πίνακας κρύβει μια σπαρακτική ιστορία, όσο αφορά την θεματολογία του αλλά και πίσω απο δημιουργία του. Ο πίνακας παρουσίαζει την βιβλική ιστορία της Σωσσάνας, μιας Εβραίας συζύγου η οποία παίρνει το μπάνιο της στον κήπο της, ενώ την παρακολουθούν δύο γηραιοί άντρες εν άγνοια της. Αργότερα στην ιστορία, την ακολουθούν και την παρενοχλούν σεξουαλικώς, ενώ την απειλούν οτι αν δεν ενδώσει στις ορέξεις τους, θα την κατηγορήσουν για μοιχεία, μια πράξη που τότε τιμωρούταν ως έγκλημα. Καθώς αυτή αρνείται, οδηγείται σε φαύλη δίκη και καταδικάζεται σε θανατική ποινή για μοιχεία που δεν διέπραξε. Τι σχέση έχει όμως αυτό, με την Αρτεμίζια, και γιατί διάλεξε μια τέτοια επικίνδυνη ιστορία να πει;
“Η Σωσσάννα και οι γέροντες” και η ακτινογραφία του 1998
Το 1611 ο Αγκοστίνο Τάσσι, συνεργάτης του Οράτσιο Τζεντιλέσκι, κακοποίησε σεξουαλικά την Αρτεμίζια. Λόγω της εποχής και του τι ίσχυε τότε, ο Αγκοστίνο μπορούσε να ζητήσει την Αρτεμίζια σε γάμο και αυτό έκανε, γεγόνος που του έδινε την ευκαιρία και το δικαίωμα να συνεχίσει τις ερωτικές επαφές με την ζωγράφο.Στην συνέχεια των γεγονότων, τελικά ο γάμος δεν έγινε και εννιά μήνες αργότερα ο πατέρας της Τζεντιλέσκι κίνησε δίωξη εναντίον του Τάσσι. Μετά απο μια δίκη που κράτησε επτά μήνες και με πολλά βασανιστήρια, ο Αγκοστίνο Τάσσι αθωώθηκε, χάρη στην εύνοια του Πάπα Ιννοκέντιου του 10ου.
Είναι αυτονόητο πως αυτά τα γεγονότα χάραξαν την ζωή της Αρτεμίζια και την επηρρέασαν σε βαθμό αρκετό, ώστε να εκφράσει τα αρνητικά αυτά συναισθήματα μέσα απο τους πίνακες της , απεικονίζοντας γυναίκες που έζησαν παρόμοιες καταστάσεις, γυναίκες που αδικήθηκαν, ισχυρές θηλυκές φιγούρες ή ακόμη και γυναίκες σε θέσεις δολοφόνων. Η τελευταία θεματολογία αντικατροπτίζει την ανάγκη της Αρτεμίζιας για εκδίκηση και δικαιοσύνη, ειδικά στον πίνακα «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη» , όπου στην θέση του Ολοφέρνη ενώ του κόβει το κεφάλι η Ιουδήθ, η Αρτεμίζια έχει ζωγραφίσει το πρόσωπο του Αγκοστίνο.
«Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη»
Μετά απο αυτό το άσχημο διάστημα της ζωής της, η Αρτεμίζια δημιούργησε μια σειρά απο προσωπικές επιτυχίες. Παντρεύτηκε τον ζωγράφο Πιεραντόνιο Στιαττέζι και εγκαταστάθηκε μαζί του στην πόλη της Φλωρεντίας. Η σταδιοδρομία της ως ζωγράφος ήταν εξαιρετική. Υπήρξε αυλική ζωγράφος, και με την εύνοια των Μεδίκων, κατάφερε να γίνει η πρώτη γυναίκα μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών της Σχεδίασης. Δυστυχώς, έπειτα στην ζωή της επιβαρύνθηκε απο πολλαπλά χρέη και επέστρεψε στην Ρώμη το 1621, καθώς ο γάμος της επίσης είχε διαλυθεί, πιθανόν λόγω της εξωσυζυγικής της σχέσης.
Το 1630 εγκαταστάθηκε στην Νάπολη, όπου και δημιούργησε το στούντιο της και έμεινε εκεί μόνιμα, με εξαίρεση ένα μικρό διάλλειμα διαμονής στο Λονδίνο, οπού συνεργάστηκε με τον πατέρας της, στην αυλή του Καρόλου Α’. Πέθανε το 1653, στην Νάπολη.