Στόματα ραμμένα- Αθηνά Ιωάννου
Στα σχοινιά του γείτονα κρεμόταν η φρέσκια μπουγάδα. Πιασμένες με ένα μανταλάκι, στη σειρά στοιχισμένες, δίπλα-δίπλα η μια στην άλλη, κρέμονταν πέντε μάσκες. Σταγόνες έπεφταν ακόμη από κάποιες, απόδειξη (ίσως;) διαφορετικού υφάσματος κατασκευής. Μάσκες. Όχι από αυτές που κρύβεσαι, που μεταμφιέζεσαι. Από αυτές που-λένε-προστατεύεσαι. Η εικόνα αυτή διέγειρε τις αισθήσεις μου με έναν τρόπο. Ήταν περίεργα ξένη και περίεργα οικεία. Κι αυτό συνέβαινε ταυτόχρονα. Η οικογένεια του γείτονα δεν αριθμούσε πέντε μέλη, σκέφτηκα. Αλλά πάλι, ας μην πω στα σίγουρα. Στη σκέψη ότι οι μάσκες είχαν εκτοπίσει και πήραν τη θέση των ρούχων στα σχοινιά και στις απλώστρες, έντονα ρίγησα. Προς στιγμήν νομίζω μια αγωνία ήρθε και μου σφήνωσε στο λαιμό. Ξαφνικά σαν χωρίς αυτές να ήσουν γυμνός. Απαραίτητες τόσο, που πρέπει να έχεις πάνω από μία, να αλλάζεις. Τείνουν να εδραιωθούν, οπότε πρέπει να αποκτήσουν και στυλ. Δεν είναι όλες οι μέρες οι ίδιες. Γι’ αυτό διαφορετικά υφάσματα. Γι’ αυτό διαφορετικά σχέδια και χρώματα στα σχοινιά. Μια Άνοιξη που θα θυμάμαι, σκέφτηκα. Μια Άνοιξη που όλοι θα θυμόμαστε. Ή η Άνοιξη από εδώ και πέρα. Με λουλούδια και πουλιά επάνω τους, κάποιες από δαύτες μαρτυρούσαν όντως την Άνοιξη.
Έξω είχε μια όμορφη μέρα, μια λιακάδα ζηλευτή. Η καθημερινότητα ένα είδος τελετής μύησης. Έγνοιες που δεν τις είχα κι από πριν, έκαναν τώρα την εμφάνισή τους και μου συστήνονταν. Να μην ξεχάσω να δω εάν πήρα μαζί μου τη βεβαίωση μετακίνησης, να έχει και σφραγίδα, στη στροφή κι ο έλεγχος. Κι άλλες τέτοιες μικρές σκέψεις, μικρές υπενθυμίσεις με ταλάνιζαν. Και πίσω πάλι, να μείνω σπίτι.Τα Σαββατοκύριακα οι ίδιες πάνω-κάτω τετριμμένες πια συνομιλίες με τον πενταψήφιο εραστή. Λακωνικότητα να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι. 2, 1, 6.
Τι να γίνει τελικά, νομοτελειακά, τις μάσκες δεν τις φόρεσε μόνο ο γείτονας. Κι ίσως τελικά να είναι αυτές πιο αληθινές, πιο προφανείς ή πιο ξεδιάντροπες από κάτι άλλες σαν και του λόγου τους. Αυτές είναι μπροστά στα μάτια σου κι ας μην τα καλύπτουν. Αυτές καλύπτουν στόματα. Γέμισε το βλέμμα με χείλη και δόντια, με στόματα που η φαντασία μου πασχίζει να γνωρίσει, να προσπελάσει και να δει πίσω από την ύλη, πίσω από τη φλυαρία των μοτίβων, πίσω από τα ριγέ και τα καρό και τα πουά, πίσω από φλοράλ και άνιμαλ πριντ. Φαντασία που αναμετριέται με την παρατήρηση, Οι στρατιές των φρόνιμων και καθαρών, των ατομικώς υπευθύνων, των υγιών, της μη απειλής, στοιχισμένες κατά νόμο, έτοιμες να επιτεθούν απαντώντας με ακόμη μεγαλύτερη απόσταση, ίσως και λίγη αηδία στην παραμικρή επίδειξη ανυπακοής, τυχόν επικείμενου κινδύνου, σε έναν κατά τα άλλα αμυντικό πόλεμο. Θυμίζουν σκηνή δυστοπικού θρίλερ. Τυχαίο που συνηθίσαμε τάχιστα στη νεοεισαχθείσα λέξη; Ω αυτή ήρθε σίγουρα για να μείνει. Στρατιές από ραμμένα στόματα, ένα βιαστικό μπάλωμα από κάθε λογής ρέλια, να φέρει την προστασία. Τίνος, αναρωτιέμαι. Τη σιωπή να φέρουν.
Τη σκυτάλη παίρνουν τα μάτια. Αναλαμβάνουν τα μάτια, που υπερλειτουργούν, που βλέπουν πέρα από αυτό που γίνεται. Θα στρέφουν και θα στρέφονται σε χρόνους άλλων προδιαγραφών. Τώρα μιλούν τα βλέμματα, τώρα αναγκαστικά θα κοιτάμε στα μάτια για να ρωτάμε και να ψάχνουμε απαντήσεις.
Οι πόρτες ανοίγουν, ακολουθώ τη γραμμή χωρίς να αγγίζω, βρίσκομαι στην κυλιόμενη κλίμακα, επιστρέφω σπίτι. Για να μείνω σε αυτό. Σε αυτό μένω αλλά δε μένω μέσα σε αυτό. Τώρα θα μείνω μέσα σε αυτό. Στην πλατεία της εκκλησίας έξω απ’ το σπίτι, έξω από το σπίτι που πάω να μείνω μέσα, εκεί έξω στέκεται κόσμος. Ζευγάρια με φόρμες και αθλητικά περπατούν γρήγορα και ρυθμικά ο ένας δίπλα στον άλλο. Άνθρωποι και ζώα κάνουν τη βόλτα τους. Παιδιά κάνουν ποδήλατο, χωρίς γάντια, χωρίς μάσκες. Ακούω και βλέπω τα γέλια τους. Από την πλατεία. Γείτονες που δεν γνώριζα, έμαθα ότι μένουν δίπλα μου. Ένας ήλιος λαμπρός φωτίζει τον τρούλο, το καμπαναριό και τον αυλόγυρο της εκκλησίας και στις αυλές των σπιτιών άνθισαν κιόλας τα τριαντάφυλλα. Ποτέ πριν ο κόσμος δεν ήταν τόσο έξω όσο όταν έπρεπε να είναι μέσα. Ποτέ πριν ο κόσμος δεν ήταν τόσο φυσικά έξω. Ο ιός πρίγκηπας δεν θα εξαγόραζε όλη τη σιωπή και όλη την απόσταση για έναν θρόνο. Η θητεία δεν θα ήταν μακρά. Ε κι αυτός ήταν λόγος εορτασμού, σκέφτηκα.