Ο αόρατος εχθρός γίνεται όλο και πιο ορατός. Με το “δεύτερο κύμα”, να είναι πραγματικότητα, αισθανόμαστε όλοι πως αυτός ο ιός πλέον είναι δίπλα μας. Οι περισσότεροι από εμάς πλέον έχουμε μία τουλάχιστον επαφή που είχε υποψίες ότι έχει προσβληθεί απ τον ιό, ή είναι ήδη επιβεβαιωμένος. Η “αρρώστια” αυτή τη στιγμή είναι σαν να βρίσκεται έξω από την πόρτα μας και κάθε φορά που παίρνουμε την απόφαση να ανοίξουμε αυτήν την πόρτα, είναι κυριολεκτικά σαν να πρόκειται για απόφαση “ζωής και θανάτου”.

Η ζωή των νέων, βρίσκεται “εκεί έξω”, ωστόσο η ζωή των μεγαλύτερων επιτάσσει άλλοτε εμφατικά, άλλοτε παρακλητικά το “εδώ μέσα”. Οι νεότεροι νιώθουν να παρασιτούν στα σπίτια τους, όταν αυτά στεγάζουν γονείς και παππούδες. Οι πιο ευπαθείς, ζουν σχεδόν κατά κυριολεξία με τον φόβο του θανάτου καθημερινά. Σε όλα αυτά, δυστυχώς, το διαλυμένο σύστημα υγείας δεν στέκεται εγγυητής του ευ ζην μας, παρά το υπονομεύει όσο αυξάνονται τα κρούσματα. Όλα μετακυλίονται λοιπόν στην χιλιοειπωμένη ποια “ατομική ευθύνη”, που κλείνει το μάτι στους νέους και τους στρεσάρει ακόμα περισσότερο. Απλά: μία νεανική σου αφέλεια μπορεί να σημάνει  απώλεια των αγαπημένων σου. Το ψυχολογικό κόστος αυτού, ασχολίαστο!

Η όλη συνθήκη λοιπόν ασχέτως της ηλικίας, μας κάνει να πάψουμε να νιώθουμε άτρωτοι, αθάνατοι, στιβαροί. Κάποιος άλλος κάνει κουμάντο για εμάς, ενώ εμείς παρακολουθούμε μουδιασμένοι και προσπαθούμε να πιαστούμε από όσα υπολείμματα κανονικότητας μας έχουν απομείνει

Μία-μία αυτές οι σκέψεις μου έφεραν στο νου το ποίημα “Αθανασία” του Νίκου Γκάτσου, και το κορυφαίο του ρεφραίν :

 

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά

μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά

Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς

Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε  κ α ν ε ί ς”

Οι νέοι αποχαιρέτησαν την αφοβιά και την “αθανασία” με τον κατ’οίκον περιορισμό τους, οι ηλικιωμένοι έρχονται κάθε μέρα αντιμέτωποι με “του θανάτου τη γροθιά”

 

Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά

δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά

Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές

κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά

μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά

Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς

Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε  κ α ν ε ί ς

Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά

ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά

Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές

κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά

μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά

Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς

   Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε  κ α ν ε ί ς