Γυναίκα όμορφη. Σαν τον ήλιο.
Πάντα χαμογελαστή,
μα μόλις κλείνει η πόρτα η μάσκα πέφτει,
το πρόσωπο της σκοτεινιάζει.

Έχει ψυχή φτιαγμένη από διαμάντια
και κάτι μάτια χάντρες που βλέπουν
το μαύρο κενό και δακρύζουν.

Τα σημάδια πάνω της, ουρλιάζουν <<Βοήθεια>>
μα εκείνη δεν τα ακούει,
σαν να μην είναι το δικό της σώμα.

Κάθε μελανιά, κάθε πληγή και ένας
απόηχος,
αντανακλά την αίσθηση του φόβου,
όταν κοιτάζει στον καθρέφτη.

Για αυτό έσπασε τους καθρέφτες
και γέμισε το πάτωμα γυαλιά
και σπασμένα συναισθήματα,
που της μάτωναν τα πόδια.
Και σταμάτησε να περπατά.

Αγκάλιασε τα γόνατα της και σαν
αυτός πλησίασε,
έκλεισε τα μάτια, μη
δει το πρόσωπο του μίσους.

Σήκωσε το χέρι του,
και εκείνη κρύφτηκε στις σκέψεις της μήπως
βρει την έξοδο να φύγει.

Κόλλησε την πλάτη της στον λευκό
τοίχο και παρέμεινε εκεί.

Τα δάκρυά της, πότιζαν τα ρούχα της,
όπως μια καλοκαιρινή μπόρα, μα
ο δικός της ουρανός είχε πεθάνει.

Το ουράνιο τόξο μαύρισε και χάθηκε στο βαθύ σκοτάδι.
Ο ουρανός είναι ελεύθερος. Γαλήνιος.
Εκείνη έραψε το στόμα της με ηλιαχτίδες και σώπασε για πάντα.
Τότε ο ουρανός της την παράτησε.

Καλυμμένο πρόσωπο με χρυσαφένια
μαντήλια, για να κρύψουν το
<<δώρο>> αγάπης του συντρόφου
της.
Το δώρο που με τόση ευκολία της χάρισε,
και εκείνη το κουβαλά ακόμα,
μα το ντύνει γιατί ντρέπεται.

Σκυμμένο κεφάλι, μα ο πληγωμένος
ήλιος της δίνει τα μάτια του να βλέπει.
Με καρφώνει με το βλέμμα της που στάζει αίμα και πόνο.

Φοβάμαι.

Το σιωπηλό της στόμα ουρλιάζει και
δεν ακούω τους ασήμαντους τριγύρω.
Μονάχα κοιτάζω πόσο όμορφη είναι
ακόμα και μέσα στον λάκκο του πόνου

Βρήκα ένα κομμάτι χρυσάφι,
λερωμένο με τις λάσπες της πόλης.
Ένα γρατζουνισμένο διαμάντι.
Εκεί σε βρήκα.

Μα τι να κάνω, που κοντεύεις να
χάσεις την λάμψη σου;

Λυδία Τουλουμίδου