Αυτό το βιβλίο δεν έχει σκοπό να πληγώσει κανέναν, εκτός από αυτούς που θα το διαβάσουν.

Με αυτή τη φράση, ο συγγραφέας εμπλέκει τον αναγνώστη άμεσα στη διαδικασία της γραφής. Το βιβλίο της Κατερίνας είναι μια ιδιότυπη περίπτωση αυτοβιογραφίας. Γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο, ο συγγραφέας φοράει τα παπούτσια και μιλάει από την οπτική γωνία της ηρωίδας, της Κατερίνας, η οποία τυχαίνει να είναι η μητέρα του. Με αυτό τον τρόπο, η πραγματικότητα συμπλέκει με τη μυθοπλασία. Τα γεγονότα είναι κατά τεκμήριο αληθινά αφού πρόκειται για πρόσωπο υπαρκτό. Ωστόσο, το γεγονός ότι παρεμβάλλεται το πρόσωπο του συγγραφέα στη διήγηση, καθιστά την ιστορία εκ των πραγμάτων προϊόν μυθοπλασίας. Όλα φιλτράρονται μέσα από το δικό του πρίσμα. Συνεπώς, πρόκειται ένα βιβλίο που ο συγγραφέας – γιος δίνει φωνή στην ηρωίδα – μητέρα δίνοντας της την ευκαιρία να αφηγηθεί τη ζωή της, και κατ’ επέκταση της δική του.

Το νήμα ξεκινάει από τη γιαγιά της Κατερίνας, το μυστικό της καταγωγής της μητέρας της. Και καταλήγει στην αυτοχειρία της. Η γλώσσα είναι χειμαρρώδης, ρέει με δόσεις χιούμορ. Εναλλάσσονται συναισθήματα και σιωπές με την απαραίτητη αποστασιοποίηση ώστε να είναι διαχειρίσιμη η δύσκολη πληροφορία από τον αναγνώστη. Ένα όχι επιμελώς κρυμμένο κατηγορώ στο ρόλο της οικογένειας στην εκδήλωση της ψυχικής ασθένειας. Όταν τέσσερα αδέλφια καταλήγουν στα σαράντα τους να ζουν κα τα τέσσερα με ψυχοφάρμακα, κάτι πολύ κακό έχει συμβεί στα παιδικά τους  χρόνια. Οι περιγραφές των γεγονότων είναι χρωματισμένες από έναν υπόρρητο θυμό και την ανάγκη να δοθεί μια εξήγηση για όλα όσα συνέβησαν στην Κατερίνα και τα οποία επηρέασαν άμεσα τον άντρα της και το παιδί της.

Ήρθε η ώρα το έγκλημα να επιστρέψει στο φυσικό του χώρο: στο σπίτι.

Δεν θα είχε νόημα να εξετάσει κάποιος τις λεπτομέρειες όσον αφορά την ακρίβεια των λεγομένων. Δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Σοκάρουν χωρίς προσπάθεια. Η διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη) είναι το διαγνωστικό εργαλείο για να εξηγηθεί η κλινική εικόνα της ηρωίδας. Και ταυτόχρονα αποτελεί το βασικό πλαίσιο που οριοθετεί την αφήγηση. Χωρίς να προσπαθεί να ψυχαναλυθεί, αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για την κατάσταση της. Διότι αυτό που έχει τελικά σημασία είναι ότι πάνω απ’ όλα η Κατερίνα είναι άνθρωπος με συναισθήματα, απόψεις, βούληση. Είναι άδικο για εκείνη να προσδιορίζεται μόνο μέσα από το πρίσμα της ψυχικής ασθένειας. Η αγάπη, πάνω και πέρα απ’ όλα, είναι για εκείνη (όπως την “χτίζει” ο συγγραφέας) το ζήτημα και το ζητούμενο.

Το βιβλίο της Κατερίνας, λοιπόν, είναι ένα βιβλίο που διαβάστηκε πολύ, συζητήθηκε ακόμα περισσότερο και, εντέλει, έγινε και θεατρική παράσταση. Η λογοτεχνική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη καθώς καταφέρνει να συμπτύξει την αντικειμενική με την υποκειμενική πραγματικότητα δίνοντας σάρκα και οστά στην αφηγήτρια – ηρωίδα. Υπάρχει, δηλαδή, το αληθινό πρόσωπο και το πρόσωπο του βιβλίου, το οποίο μέσα από την συγγραφική πράξη αναδεικνύεται σε αυτόνομο χαρακτήρα με δική του προσωπικότητα. Τελειώνοντας την ανάγνωση, δεν ενδιαφέρει πλέον ποια ήταν στην πραγματικότητα η Κατερίνα. Αυτή που παίρνει μαζί του ο αναγνώστης είναι μια γυναίκα που θέλει να διηγηθεί τη ζωή της. Κι’ ίσως μέσα από εκείνη να βρουν φωνή και άλλοι άνθρωποι. Ή να καταφέρει αυτοί οι άνθρωποι να ακουστούν.

Πέτα, Κατερινάκι