Με την έναρξη της καραντίνας την περασμένη άνοιξη, απαγορεύτηκαν οι επαφές. Τα μέτρα απαιτούσαν απομόνωση. Μην αγκαλιάσεις, μην φιλήσεις, μην αγγίξεις. Τα πάντα έπρεπε να ήταν αποστειρωμένα, απομακρυσμένα. Ο ιός εισήλθε απότομα στις ζωές μας και μας απειλούσε, δίχως ντροπή ή διάκριση. Συστηθήκαμε με μια καινούργια πραγματικότητα, που είχαμε μόνο ακουστά, από κάτι σκοτεινές εποχές, γραμμένες σε ιστορικά βιβλία. Μας κλείδωσε στα σπίτια μας, πριν προλάβουμε να ρωτήσουμε πολλά-πολλά. Η κατάσταση ήταν σοβαρή και χρειαζόταν να δράσουμε γρήγορα. Επιστήμονες και κράτος ζητούσαν να φοράμε μάσκα, να βάζουμε αντισηπτικό, να μην πλησιάζουμε κανέναν. Να βγαίνουμε έξω μόνο με άδεια, και για τα άκρως απαραίτητα. Τα μαγαζιά έκλεισαν, bars και clubs κλειστά επίσης, γειτονιές που συνήθως βούιζαν από μουσική και ήχους, τώρα στεκόντουσαν σιωπηλές. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας λοιπόν, για να είμαστε ασφαλείς. Για να μην χρειαστεί να γεμίσουμε νοσοκομεία και νεκροταφεία, όπως η Ιταλία, όπως η Κίνα, όπως τόσες άλλες χώρες. Κανένας, όμως, δεν μας είχε προετοιμάσει για την αποξένωση της καραντίνας και όλες τις βουβές, μα σημαντικές, απώλειες που θα έφερνε.

Οι τοίχοι του σπιτιού σε κάποιους έφεραν παραγωγικότητα, σε άλλους δεν φάνηκε κάποια διαφορά αλλά για την πλειοψηφία, ήταν μια κατάσταση ψυχοφθόρα. Το άγχος της μόλυνσης ήταν ένα βάρος από μόνο του, και η έλλειψη ανθρώπινης επαφής και τρυφερότητας δε βοηθούσε. Το στρες ήταν πλέον καθημερινότητα, και η αγκαλιά, εστία του ιού. Το άγγιγμα, που τόσο επιθυμεί και χρειάζεται ένας άνθρωπος, είχε πια διαστρεβλωθεί. Ζευγάρια που δεν ζούσαν μαζί, χωριστήκαν, οι κολλητοί δεν μπορούσαν να πιούν ούτε μια μπύρα μαζί, δίπλα-δίπλα, και το φιλί της μάνας στο μάγουλο του παιδιού ήταν θαρραλέα πράξη. Ο καθένας ήταν πλέον υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τον εαυτό του και τις σκέψεις του μέσα στην καραντίνα, χωρίς άλλες υπεκφυγές, κι αυτό το γεγονός έφερε πολλά στην επιφάνεια. Δεν έμενε αρκετός χώρος για αισιοδοξία και χαρά, και αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος, η θλίψη και ο θυμός έπαιζαν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ζήτηση για ψυχολογική βοήθεια αυξήθηκε κατακόρυφα, σε σημείο να οργανώσουν ειδικό τηλεφωνικό κέντρο για τον κορονοϊό. Για πολλούς, ο εγκλεισμός ήταν ακόμη πιο τοξικός, με συνεχείς καυγάδες μέσα στο σπίτι και αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας. Προφανώς, διάφορα ερωτήματα έκαναν την εμφάνιση τους, που αφορούσαν την επιβίωση μας. Με τα πάντα κλειστά, θα αντέξει η οικονομία το τεράστιο ,αυτό, πλήγμα; Θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στα παλιά; Πως θα επηρεάσει τις ζωές μας στο μέλλον, αυτό που ζούμε τώρα; Τα ερωτήματα αυτά, δεν είχαν ξεκάθαρη απάντηση και δεν έμενε τίποτα άλλο να κάνουμε, πέρα από υπομονή. Μπόλικη υπομονή. Μόνη ελπίδα, πως αυτή η ψυχοφθόρα, σουρεαλιστική κατάσταση θα έφτανε σύντομα στο τέλος της. Κόντευε καλοκαιράκι, εξάλλου.

Και το καλοκαιράκι έφτασε και μας βρήκε εκτός καραντίνας, παρ’ όλα αυτά ακόμη με μάσκες και κανονισμούς. Το αρχικό σοκ ήταν αρκετά δυνατό, αλλά ο πυρήνας της κοινωνίας δεν είχε αλλάξει. Δειλά-δειλά γινόντουσαν οι πρώτες προσπάθειες να επιστρέψουμε σε αυτά που ξέραμε. Άνοιξαν οι πρώτες καφετέριες, ξεκίνησαν οι πρώτες εκδρομές και ο κόσμος μπορούσε να αγκαλιαστεί ελεύθερα πια, ή σχεδόν ελεύθερα, με μια δόση ενοχής. Ο ιός δεν είχε φύγει, και ο κίνδυνος υπήρχε ακόμα αλλά δεν γινόταν να συγκρατήσουμε την ανάγκη μας για χάδια, για ανεμελιά. Οι φόβοι περί αλλοίωσης της κοινωνίας μας είχαν πια κατεβάσει τα ντεσιμπέλ, καθώς όλα επέστρεφαν στα φυσιολογικά ξανά.

Τουλάχιστον έτσι θεωρούσαμε, μέχρι να ‘ρθει το φθινόπωρο, και οι αριθμοί τον κρουσμάτων να φτάσουν σε νέα ύψη, ξαφνικά. Ο Νοέμβρης, μας βρήκε πάλι μέσα στα σπίτια μας, αλλά αυτή την φορά, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Περισσότερα κρούσματα, περισσότερα θύματα, περισσότερα μέτρα, περισσότεροι έλεγχοι. Περισσότερο άγχος, άγχος να προλάβουμε τα λάθη του καλοκαιριού. Πέρασε ένας μήνας, και με τα Χριστούγεννα σχεδόν εδώ, μάθαμε ότι θα χρειαστεί να μείνουμε εσώκλειστοι μέχρι τον Ιανουάριο, το λιγότερο. Μπορεί να υπάρξουν κι άλλες καραντίνες, μπορεί να κάνουμε διαλλείματα ανάμεσα σε lockdowns, το μέλλον συνεχίζει να είναι αβέβαιο. Και η μοναξιά του σπιτιού μας έρχεται και πέφτει πάνω μας, και φαντάζει πιο βαριά από πριν. Μα είναι η δεύτερη καραντίνα, και ξέρουμε πως είναι. Και μας θλίβει, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Αφήνουμε το κύμα απόγνωσης να έρθει καταπάνω μας, και προσπαθούμε να το πνίξουμε με μικρές καθημερινές καταχρήσεις, ο μόνος τρόπος που μας έμεινε για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Μουδιάζουμε. Συνηθίζουμε την μοναξιά αυτή, συνηθίζουμε τον εγκλεισμό, το δέρμα μας σκληραίνει χωρίς αγγίγματα, και μένει πάνω στις καρέκλες και τους καναπέδες μας. Δεν μας κακοφαίνονται τόσο πολύ πια τα τηλεφωνήματα και τα παγερά μηνύματα και τα pixels στις βιντεοκλήσεις. Έχουμε κάπως ξεχάσει πως είναι οι βραδινές έξοδοι, πως είναι οι καφέδες με τάβλι σε κάποια συνοικιακή καφετέρια. Και πολλές από τις ώρες που λιώνουμε στις γωνιές του σπιτιού μας, σκεφτόμαστε…

Σκεφτόμαστε το πως θα είναι μετά την καραντίνα. Ο κόσμος ίσως να φοβάται να αγγίξει, να αγκαλιάσει. Το μετατραυματικό του στρες, θα του λέει πως υπάρχει κίνδυνος. Μπορεί στο τέλος, να μην το έχει καν ανάγκη το χάδι. Γίνεται να μην έχουμε ανάγκη το χάδι; Η απομόνωση που ζούμε τώρα, φέρνει και εσωτερική απομόνωση. Έχουμε αποξενωθεί. Η καραντίνα είναι ένα ακόμη πλήγμα στις ανθρώπινες σχέσεις, σαν να μην έφτανε ο αστικός κυκεώνας και η τρομακτική εξέλιξη της τεχνολογίας. Και μας τρομάζει αυτό. Μας τρομάζει η απόσταση, μας τρομάζει η μοναξιά. Τα εμπόδια είναι ήδη πολλά, και το μόνο που θα μπορούσε να κάνει την κατάσταση πιο υποφερτή, είναι αυτό το ανθρώπινο που κουβαλάμε μέσα μας, η συντροφιά, η επικοινωνία. Και από την στιγμή που αυτό δεν μπορούμε να το έχουμε, σκοτεινιάζει το μέσα μας. Μένουμε με τις ανησυχίες μας, με την πείνα μας για τρυφερότητα. Βουτάμε ολόκληροι μέσα στην κατάθλιψη, στην απογοήτευση, στον πανικό.

Σαφώς ναι, η κοινωνία θα μπορούσε να αλλάξει. Είναι μια πιθανή αλήθεια που πρέπει να παραδεχτούμε, να χωνέψουμε. Η κοινωνία θα μπορούσε να αλλάξει όντως, να απομακρυνθούμε δια παντώς. Να είμαστε προσεκτικοί με τις χειραψίες μας, και με τις εκφράσεις τρυφερότητας μας. Μπορεί να γίνουμε ψυχροί, μοναχικοί σε ανθυγιεινό σημείο. Όμως οι καταστάσεις, είναι αποτελέσματα των πράξεων μας. Το άγχος για πράγματα που μπορούμε να ελέγξουμε, είναι ανούσιο.

Δεν πρέπει να αφήσουμε τους εαυτούς μας να παγώσουν. Πρέπει να καταλάβουμε, ότι αυτό που περνάμε τώρα είναι περαστικό, και όχι η νέα πραγματικότητα. Μόλις καταφέρουμε να νικήσουμε αυτή την απειλή, θα μπορούμε να συνεχίσουμε τις ζωές μας, θα πρέπει να συνεχίσουμε τις ζωές μας.  Επιστήμονες και γιατροί παλεύουν ασταμάτητα για να επιστρέψουμε στις αγκαλιές, στις βόλτες, στον έρωτα και στα ανέμελα μεθύσια. Η ίδια η καραντίνα υπάρχει με μοναδικό σκοπό να μείνουμε ασφαλείς και να ζήσουμε ξανά όπως πριν, μόλις αντιμετωπιστεί αυτή η καταστροφική ασθένεια. Μας κόστισε ήδη πολλά ο ιός, για να του επιτρέψουμε να κλέψει ακόμη και τα πιο βαθιά μας ένστικτα. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον, κι ας παλεύουμε να απομακρυνθούμε, κι ας προσπαθούμε να προστατευτούμε, με όλους τους λάθους τρόπους. Όταν επιτέλους δεν θα χρειάζεται να κρατάμε αποστάσεις, ας τις πετάξουμε στον κάδο του παρελθόντος, μαζί με όλον αυτόν τον τρόμο που συλλέξαμε, μέρα με τη μέρα. Θα έχουμε να καλύψουμε πολλά κενά και να χτίσουμε απο την αρχή εμάς και την ίδια την κοινωνία, και για να το κάνουμε αυτό, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Γι’ αυτό λοιπόν, μόλις καταφέρουμε να βγούμε απο τα σπίτια μας, χωρίς φόβο πλέον, ας τρέξουμε να αγκαλιάσουμε αυτούς που λατρεύουμε. Ας φιλήσουμε πολλά μάγουλα και χείλη, ας χαιδέψουμε, ας ξαπλώσουμε στο ίδιο κρεβάτι, ας κάνουμε κι άλλα πάρτι με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Το χρωστάμε στους εαυτούς μας, μετά απο μια τέτοια ολέθρια χρονιά.