Book Review: Γράμματα στη Χιονάτη
Ερωτευόμουν κάθε ωραίον κι έξυπνο, αλλά και κάθε άσχημο ή βλάκα, ό,τι να’ ταν, αρκεί να με είλκυε σεξουαλικώς. Δε μετανοώ. Ο καθένας τους μου έδωσε. Σωματική ικανοποίηση ή την αφορμή για ένα ποίημα. Αδιάφορο ποιο από τα δυο προτιμούσα.
Αυτά είναι τα λόγια του Ποιητή, που συναντάει η ηρωίδα του τελευταίου βιβλίου της Ευγενίας Φακίνου Γράμματα στη Χιονάτη όταν αποφάσισε να κατέβει στο εγκαταλελειμμένο χωριό όπου εξελίσσεται η ιστορία. Μια ιστορία που ξεκινάει όταν η γυναίκα, της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο, αποφασίζει να νοικιάσει ένα σπίτι σε ένα χωριό το οποίο είχε επισκεφτεί την εποχή της νεότητας της. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης, αναφέρονται διάφορα γεγονότα από τη ζωή της ώστε να δίνονται απαντήσεις στο αναγνώστη και να διευκολύνεται η ροή. Κομβικό σημείο αποτελεί η συνάντηση της με ένα μικρό κορίτσι που δεν μιλάει, το οποίο θα το ονομάσει Χιονάτη. Μετά από πολλές προσπάθειες, θα πει μια μονάχα μια λέξη μαμ.
Όλο το βιβλίο είναι μια αλληγορία. Με έντονα τα στοιχεία του μαγικού ρεαλισμού, η συγγραφέας χρησιμοποιεί το μη πραγματικό ως κάτι καθημερινό. Η εσωτερική αληθοφάνεια του φανταστικού βοηθάει στην έκφραση των συναισθημάτων. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο στόχος. Χάνοντας το διακριτό όριο ανάμεσα στο τι είναι ρεαλιστικό και τι όχι, αλλά πάντα διατηρώντας την αίσθηση μιας υποκειμενικής πραγματικότητας, αναδεικνύονται και έρχονται στο φως οι κρυμμένες αποχρώσεις ιδεών και συναισθημάτων.
Ενθύμιο γνωριμίας, ενθύμιο παρουσίας, ενθύμιο αγάπης. Το πήρε στα χέρα της, χάιδεψε το γυαλιστερό ύφασμα, μύρισε το άρωμα του ινδικού λιβανιού που το είχε ποτίσει, αλλά και μια οσμή θαύματος.
Επιπρόσθετα, η συγγραφέας χρησιμοποιεί το φανταστικό στοιχείο για να φωτίσει την εσωτερική στιγμή που καθορίζει την κεντρική απόφαση στη ζωή ενός ανθρώπου, όπως η επιλογή νέας κατοικίας. Και μέσα από αυτή να μιλήσει ταυτόχρονα για τη μοναξιά που φέρνει το γήρας, μια ασθένεια και ο επικείμενος θάνατος. Η μνήμη, συμπρωταγωνίστρια σε αυτό το βιβλίο, είναι η επιστροφή σε κατακτήσεις που πάνω τους στήθηκε ο τρόπος σκέψης και ζωής. Και πάνω από όλα αυτά, η βασική σχέση που καθορίζει κάθε άνθρωπο, εκείνη με τη μητέρα του.
Έχει πολύ ενδιαφέρον ότι η η Ευγενία Φακίνου αναφέρεται στο πρώτο της μυθιστόρημα, την Αστραδενή, δίνοντας αυτό το όνομα στην αδελφή της μητέρας της ηρωίδας. Με αυτό τον τρόπο, η διακειμενικότητα λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος με το παρελθόν της ίδιας. Εξάλλου, κατά την άποψη μου, δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η γυναίκα του βιβλίου είναι και αυτή συγγραφέας. Έτσι με αυτό τον τρόπο, η Ευγενία Φακίνου βρίσκει την ευκαιρία να δείξει στον αναγνώστη ότι η γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια χρυσή ευκαιρία για να μιλήσει κανείς για τη δική του ιστορία, τα δικά του βιώματα και δύσκολα κομμάτια μέσα από τη μυθοπλασία. Καθώς και να μιλήσει για την ίδια τη διαδικασία του γράφειν.
Ήξερε ότι έπρεπε να εφεύρει δουλειές, να φροντίσει να είναι διαρκώς απασχολημένη, να γεμίζει τις ώρες, διότι η δύσκολη νύχτα που είχε περάσει της είχε αποδείξει με τον καλύτερο τρόπο ότι είναι άλλο να γράφεις “πέρασε μια νύχτα μόνη της σ’ ένα άδειο σπίτι στην ερημιά” κι εντελώς διαφορετικό να περνάς πράγματι μια νύχτα μόνη σου σ’ ένα άδειο σπίτι στη ερημιά. Άλλο το γράψιμο κι άλλο η πραγματική ζωή.
Μια ερμηνεία που θα μπορούσε να δώσει κανείς για την επιλογή της συγγραφέως να μη δώσει όνομα στην ηρωίδα του βιβλίου είναι γιατί η πορεία της συμβολίζει την επιστροφή στην ενδομήτρια ζωή. Σε κάθε περίπτωση, με αυτό τον τρόπο συντηρείται η συγχώνευση του πραγματικού με το φανταστικού καθώς η μη ονοματοδοσία εμποδίζει την ανθρωποποίηση της ενώ, ταυτόχρονα, επιτρέπει στον αναγνώστη να προβάλει πάνω της κάθε δικό του συναίσθημα. Μπορεί να την πλάσει με τη φαντασία του όπως εκείνος θέλει. Η συγγραφέας του δίνει μόνο μερικούς οδηγούς, όπως ότι δεν έχει μαλλιά και φρύδια και ότι είναι ηλικιωμένη συγγραφέας. Η εναλλαγή στη χρήση τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης γραφής συνηγορεί σε αυτή την κατεύθυνση.
Το κορίτσι που έρχεται μέσα στην απόλυτη λευκότητα του χιονιού, μια αθωότητα χωρίς μνήμη και λέξεις, θα προσπαθήσει να σχηματίσει μια και μόνο λέξη που περιγράφει τη βασική την πρωταρχική σχέση κάθε ανθρώπου. Έτσι η ηρωίδα, στο τέλος επιστρέφει από εκεί από όπου ξεκίνησε.
Άκουσε αμυδρά τα κοράκια να κρώζουν από κάπου μακριά, και τότε ένιωσε κάτι στο μέτωπό της, δεν άνοιξε τα μάτια της, θα’ ναι το χιόνι, σκέφτηκε, που μ’ αγγίζει σαν χάδι. Όμως αυτό ήταν πράγματι χάδι. Ποιανού το χέρι, το χεράκι, με χαϊδεύει. Ποιος μου μιλάει σιγανά;
“Χιονάατη; Μαμά;”
Η γραφή της Ευγενίας Φακίνου δεν είναι περίτεχνη, ούτε έχει πολύπλοκα τεχνάσματα. Καταφέρνει, όμως, να σκάψει στη σκέψη, να ρίξει φως σε κρυμμένες ιδέες και συναισθήματα και τελικά να αφηγηθεί μια ιστορία που ακουμπάει στο παραμύθι αλλά είναι προσκολλημένη στην πραγματικότητα.