Το κείμενο που κατέκτησε την 6η θέση στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του I Travel Poetry


Βιογραφικό συγγραφέα 

Αντώνης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 1952 στον Πειραιά.
Τελευταίο από τα 3 παιδιά του Στέφανου και της Ελένης Κωνσταντινίδη, θα δείξει
από πολύ μικρός την αγάπη του για τα γράμματα,  τα βιβλία και την ιστορία.
Κοντά στο τέλος των σπουδών του στο οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα
γνωρίσει την Πόπη Παπανδρέου, θα ερωτευτούν και θα παντρευτούν μερικά χρόνια
αργότερα.
Μαζί θα αποκτήσουν 4 παιδιά. Τον πρωτότοκο Στέφανο, την θυγατέρα τους Ευτυχία
και ύστερα από 17 χρόνια θα ακολουθήσει ο  καλλιτέχνης Μαρκέλλος και κατόπιν ο
Βενιαμίν της οικογένειας  ο Αλέξανδρος.
Στα 4 παιδιά του θα προσπαθήσει να μεταδώσει την αγάπη του για το διάβασμα αλλά
και την αγάπη του για την ιστορία και για τα ταξίδια.
Σχεδόν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι η με ένα σημειωματάριο όπου καταγράφει
ποιήματα, πεζά και κυρίως τις σκέψεις του, θα αποφασίσει- ύστερα από συνέχεις
προτροπές της συζύγου του- να ξεκινήσει την συγγραφή του πρώτου του βιβλίου.
Πάντα περήφανος για τις Μικρασιάτικες του ρίζες και με μια ιδιαίτερα αγάπη για τις
χαμένες πατρίδες, θα ταξιδέψει σε 3 χώρες ακολουθώντας το βήματά των προγόνων
του στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα. Θα καταγράψει την ιστορία τους και θα
αφιερώσει το πρώτο του βιβλίο στην οικογένειά του.
Θα ακολουθήσουν 2 ακόμα βιβλία, όλα με ιστορικό περιεχόμενο.
Η πένα του θα σταματήσει να γράφει στις 20 Ιουνίου του 2020, και ο Αντώνης θα
φύγει έχοντας αφήσει σε σύζυγο, παιδιά και εγγόνια ποιήματα,  πεζά, ημερολόγια,
ταξιδιωτικά δοκίμια, βιβλία μα πάνω από όλα τις πιο τρυφερές αναμνήσεις.

Σημ: Το κείμενο του αποθανόντος, μας το έστειλε η κόρη του, κα.Ευτυχία Κωνσταντινίδου


«Η εικοσαετής πολιορκία της Κάντια απ’τους Οθωμανούς»

Πήρε να χαράξει. Στα μαβιά ντύθηκε ο Ουρανός, κατά την ανατολή. Μια καινούρια μέρα ξημέρωνε σε λίγες ώρες. Σκέφθηκε τον πατέρα του ο Ζαννέτος και τον άδικο ξαφνικό θάνατό του λίγους μήνες πριν και καυτά δάκρυα κύλησαν απ’ τά γαλάζια μάτια του. Ο Κόντες Δημήτρης Ντεσύπρης ήταν ένας ομορφάντρας που είχε αφήσει όνομα στην Κάντια. Είχε κάψει καρδιές σ’ όλο τον γυναικόκοσμο, τόσο στις αρχόντισσες όσο και στις κυράδες του πόπολου. Ήταν ψηλός, ξανθός με γαλάζια μάτια και επιβλητική κορμοστασιά. Σαν άγγελος έμοιαζε μέσα στην στρατιωτική πανοπλία του. Πάντα καλοντυμένος με την Βενετσιάνικη μόδα της εποχής, μένα ισχνό ξανθό μουστάκι και κοντή περιποιημένη γενειάδα έκανε όλα τα μάτια των κυράδων να πέφτουν επάνω του σαν έβγαινε στο σεργιάνι ή έπινε το ποτό του στην Λετζια. Έπιανε τις έντονες λοξές ματιές τις γεμάτες ερωτισμό μα εκείνος αλλού είχε δοσμένη τη σκέψη του. Αγαπούσε χρόνια τώρα την μικρή γειτονοπούλα του την Βαλέρια και κάθε βράδυ άφηνε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μπρος στην πόρτα της. Την ζήτησε από τους γονείς της και έκανε έναν εντυπωσιακό γάμο και ένα γλέντι τρικούβερτο μετά την τελετή στα 1636. Τότε ζούσε ακόμα ο πατέρας του ο Κόντε Μάρκος που έκανε μεγάλες χαρές γιατί τον αξίωσε ο Θεός να δει και να ευλογήσει το γάμο του μικρότερου γιού του. Ο Θεός ευλόγησε εκείνο το ταιριαστό γάμο με δύο αγόρια, το Φρατζέσκο, ένα χρόνο μετά το γάμο και τον Ζαννέτο στα τέλη του 1641.

Μικρά ήταν ακόμα τα δυο αγόρια, όταν οι σάλπιγγες ενός πολύχρονου, καταστρεπτικού πολέμου ήχησαν. Ο μεγάλος στόχος του Σουλτάνου ήταν η καταστροφή της Κρήτης. Μετά από αποτυχημένες προσπάθειες την άνοιξη του 1649 αποβίβασε 70. 000 στρατό στο Κολυμπάρι Κισσάμου με κύριο στόχο τη σταδιακή και ολοκληρωτική κατάληψη της μεγαλονήσου. Αρχηγός των Οθωμανών ήταν ο Αχμέτ Κιπρισλή πασάς. Την άμυνα της Κάντιας είχε αναλάβει ο Φραντζέσκος Μοροζίνι. Σταδιακά το ένα κάστρο μετά το άλλο έπεσαν στα χέρια των απίστων. Τα Χανιά, το Ρέθυμνο, η Σητεία. Μεγάλες θηριωδίες υπέστη ο ντόπιος πληθυσμός. Έντρομοι οι Κρητικοί κατέφυγαν στα όρη του νησιού για να γλιτώσουν την σφαγή και τον υποχρεωτικό εξισλαμισμό. Οι προύχοντες Κρητικοί κατέφυγαν στο μεγάλο κάστρο για να γλιτώσουν. Εννέα χιλιάδες Βενετσιάνους και ντόπιους διέθετε ο Μοροζίνι για την άμυνα της Κάντια. Ο ισχυρός Βενετικός στόλος τροφοδοτούσε από τη θάλασσα το απόρθητο οχυρό με τρόφιμα και πυρομαχικά. Μια ατελείωτη εικοσάχρονη πολιορκία, η περιβόητη πολιορκία της Κάντια μόλις τώρα είχε αρχίσει.

Κακό όνειρο είδε εκείνο το ανοιξιάτικο ξημέρωμα του 1669 ο Δημήτρης Δεσύπρης. Μ’ ένα φίδι πάλευε όλο το βράδυ, ένα τεράστιο γιγαντιαίο φίδι μ’ ένα κόκκινο σκούφο στο κεφάλι σαν φέσι. Με νύχια και με δόντια το κτυπούσε αλύπητα. Το σπαθί του είχε πάρει φωτιά, μα το θηρίο ήταν αθάνατο. Του κόβε την ουρά μα η ουρά ξανάβγαινε. Του κόβε το κεφάλι και φύτρωναν δυο στη θέση του. Το μαχαίρωνε στη κοιλιά, και κείνο λες και έπαιρνε δύναμη από τη γη ξαναζωντάνευε. Δεν πολεμιόταν εκείνο το θεριό, ήταν εφτάψυχο. Σε μια στιγμή τον έσφαξε, τυλίχτηκε γύρω του και προσπάθησε να τον στραγγαλίσει. Ώρα την ώρα έβγαινε η ψυχή του. Ξύπνησε τρομαγμένος ο Κόντες, μούσκεμα στον ιδρώτα.

« Τι έχεις άρχοντά μου, ίντα παθες;» τον καλμάρισε η γυναίκα του και του`φερε νερό να βρέξει τα χείλη του.

« Θα τη χάσουμε τη Κάντια γυναίκα! Θεριό είναι με επτά κεφάλια ο Τούρκος και δεν πολεμιέται. Είκοσι χρόνια παλεύουμε να την σώσουμε. Το’ δα καθαρά μαθές είναι γραφτό οι άπιστοι να την πατήσουν » .

Σηκώθηκε, αρματώθηκε και πήγε στο πολεμικό συμβούλιο του Μοροζίνι στην Λότζια.

Όλοι οι αμυράλιδες αποφάσισαν μια ξαφνική ομαδική έξοδο για να χαλάσουν τα σχέδια του εχθρού που είχε στήσει τα κανόνια του απέναντι από τα τείχη και βομβάρδιζε ανελέητα τη πόλη, γκρεμίζοντας μπεντένια σπίτια και εκκλησίες. Άσε που έσκαβε αδιάκοπα βαθιά λαγούμια μέσα στη γη και κάτω από την τάφρο, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να πατήσει τη πόλη. Οι ντόπιοι, όμως, με το θέλημα του Θεού τα ανακάλυπταν και σκότωναν τους άπιστους.

«Θα λάβω και ‘γω μέρος στην έξοδο» , προτάθηκε ο Δημήτριος, μα ο Μοροζίνι τον αποπήρε

«Δεν είναι για την ηλικία σου τούτα τα καμώματα. Η σοφία σου χρειάζεται περισσότερο στον αγώνα της πόλης»

Αγύριστο κεφάλι ήταν ο Ντεσύπρης.

«Τι να τη κάνω τη ζωή τώρα πια; Στα μπεντένια ν’ ανέβουν οι νέοι και να πολεμήσουν. Χρειαζόμαστε ήρωες στην έξοδο.» είπε ξεκομμένα

«Θα πάμε εμείς πατέρα», αντιλόγησε ο Ζαννέτος,

«Η Κάντια χρειάζεται όλους τις τους λεβέντες όταν θα κάνουν το μεγάλο γιουρούσι οι Τούρκοι. Σαν μας ζώσουν οι Οθωμανοί έχετε τη δύναμη να σφάξετε πολλούς από δαύτους και να υπερασπιστείτε τις φαμίλιες και την πίστη σας,»

Το’ πε και το ’κανε! Ζώστηκε τ’ άρματα, φίλησε τη γυναίκα του και βγήκε μπροστάρης στην αιφνιδιαστική έξοδο, καβάλα στ’ άλογο του, σιδερόφρακτος ιππότης σαν τους προγόνους του τους Ιωαννίτες, ιππότες της Ρόδου.

Αιφνιδιαστικό ήταν το γιουρούσι των υπερασπιστών. Οι άπιστοι παράτησαν τις μπομπάρδες τους και τράπηκαν σε φυγή. Συναγερμός σήμανε στο τούρκικο ασκέρι. Είπαν να επιστρέψουν στο κάστρο οι Βενετσιάνοι και ο Κόντες Δημήτρης έμεινε στην οπισθοφυλακή της καβαλαρίας.

Μιλιούνια τον έζωσαν οι εχθροί. Σήκωνε το σπαθί και, πάνω στο περήφανο άτι του, έσφαζε και έκοβε τούρκικα κεφάλια. Το άλογο έγειρε λαβωμένο και έπεσε κατά γης ο αναβάτης του. Δεκάδες τον κύκλωσαν οι γενίτσαροι, πνιγμένος στο αίμα πολεμούσε ο κόντες, μέχρι που μια δυνατή μαχαιριά του πήρε το κεφάλι και τον άφησε νεκρό, άψυχο κουφάρι στο χώμα.

Φωνές και αλαλαγμοί χαράς φούντωσαν στο τούρκικο στρατόπεδο. Πήραν το άψυχο σώμα, το έγδυσαν, και το διαπόμπευσαν έξω από τα τείχη. Παλούκωσαν το κεφάλι του, τ’ όμορφο, με το περιποιημένο μούσι και το ύψωσαν τρόπαιο νίκης έξω από τη Χανιόπορτα. Έβγαλαν τα δάκτυλα και πέταξαν στη γη τα καταγάλανα μάτια. Και μέσα στα τείχη, η δόνα Βαλέρενα να κλαίει και να χτυπιέται δίνοντας κατάρες και αναθέματα λιπόθυμη στην αγκαλιά του γιού της. Πώς να τα ξεχάσει όλα αυτά ο Ζαννέτος; Πώς να ξεχάσει τον ένδοξο θάνατο του κύρη του; Πώς να γελάσει το πρόσωπο του; Πώς να γλυκάνει το στόμα του; Και τι δεν είδε και έζησε αυτά τα καταραμένα είκοσι χρόνια της πολιορκίας. Σκούπισε τα μάτια. Τα δάκρυα αλμυρά στο στόμα πέρασαν και ύγραναν τα γένια του.

Ρόδισε η αυγή, η κροκάτη γάζα της στόλισε την ανατολή, η νύκτα έζεψε τ’ άρματα της και κάλπασε βιαστικά κατά τη δύση. Μια καινούρια μέρα ξημέρωνε για τους πρόσφυγες που στοιβαγμένοι στο μικρό ακατοίκητο νησάκι της Ντίας σαν τα σταφύλια, απέναντι από την εγκαταλελειμμένη Κάντια, ήλπιζαν πως μια καινούρια αρχή τους περίμενε, προσμένοντας με αγωνία να φανούν τα καράβια που θα τους έσωζαν μεταφέροντας τους στις Βενετσιάνικες αποικίες ιδίως στα Επτάνησα. Τα είχαν χάσει όλα, είχαν γλιτώσει όμως τη ζωή τους από το τούρκικο μαχαίρι και τώρα ήταν έτοιμοι να απλώσουν πανιά για άλλες πολιτείες, συνεχίζοντας της μοίρας τα γραμμένα. Ο Ζαννέτος έστριψε τσιγάρο και σκουπίζοντας τα υγρά μάτια με το μανίκι, έφερε στο νου του και άλλες κακές στιγμές από την εικοσάχρονη πολιορκία. Έφερε στη μνήμη του το χαμό του θείου του του Τίτου, του αδελφού του πατέρα του, και αναστέναξε βαθιά. Το «αχ» το πήρε η δροσιά της αυγής και το ΄πνιξε βαθιά στη θάλασσα μαζί με τα ατελείωτα μυστικά που`κρυβε στα σπλάχνα της.

Εμπόριο με την Ευρώπη και την Ανατολή έκανε ο Τίτος Ντεσύπρης πριν έρθουν τα δίσεκτα χρόνια και τα πήγαινε μια χαρά. Το χρήμα έρεε στο πουγκί του και εκείνος δεν δίσταζε να το σκορπάει με απλοχεριά και να περνάει καλά, πότε στην Κάντια και πότε στα λιμάνια της ανατολικής και της κοσμοπολίτικης Βενετίας.Δεν είχε στο νου του το γάμο.

-<<Θα γλεντήσω τη ζωή μου>>,έλεγε και αφού χορτάσω τότε θα παντρευτώ και θα ηρεμήσω. Που τον έχανες που τον έβρισκες, πίσω από κάποιο ποδόγυρο τριγυρνούσε. Σαν πάτησαν την Κρήτη οι ‘άπιστοι και πολιόρκησαν την Κάντια, έμεινε στο Μεγάλο κάστρο για να βοηθήσει και να φροντίζει τον ανεφοδιασμό της σε τρόφιμα.

Στον δέκατο χρόνο της πολιορκίας ο Μοροζίνης τον έστειλε στην Αφρική με ένα πλεούμενο για να αγοράσει σιτάρι και ότι φαγώσιμο έβρισκε και να το φέρει στην Κάντια που ο κόσμος λιμοκτονούσε. Με γεμάτο πουγκί προμηθεύτηκε σιτάρι και άλλα τρόφιμα από την Αίγυπτο, γέμισε φίσκα τ`αμπάρια του και κίνησε να χορτάσει με ψωμί τους πολιορκημένους. Τρια πειρατικά καράβια κύκλωσαν το πολυφορτωμένο εμπορικό και ετοιμάστηκαν να κάνουν ρεσάλτο με γάτζους κερδίζοντας για πάρτυ τους το πολύτιμο φορτίο. Ζώστηκαν τ`άρματα οι Βενετοί και ετοιμάσθηκαν να δώσουν μάχη για να γλυτώσουν το στάρι.

Ο Τίτος βρέθηκε στο κατάστρωμα να μάχεται σώμα με σώμα με τους Μπαρμπερίνους που έκαναν το ρεσάλτο. Δυο τρεις ομοβροντίες ακούστηκαν από τον μεγάλο Κούλε του λιμανιού και δυο βενετσιάνικα πολεμικά πλοία βγήκαν από το οχυρωμένο λιμάνι και άνοιξαν πανιά να σώσουν το εμπορικό με το πολύτιμο φορτίο για τους πεινασμένους μαχητές της Κάντιας .Μια ώρα κράτησε η μάχη στο κατάστρωμα .Σαν είδαν τα πολεμικά να πλησιάζουν τα δυο πειρατικά το έβαλαν στα πόδια, ενώ το τρίτο που είχε κάνει το ρεσάλτο, γατζωμένο πάνω στο εμπορικό αιχμαλωτίστηκε. Στην φονική μάχη που γινόταν στο κατάστρωμα και καθώς οι βάρβαροι προσπαθούσαν να βάλουν φωτιά στ`αμπάρι,ο Τίτος δέχθηκε μια γερή σπαθιά στον ώμο και ξαπλώθηκε κάτω αιμόφυρτος. Με το ζόρι τον συνέφεραν οι γιατροί στο νοσοκομείο της Κάντιας .Αιμορραγούσε θανάσιμα η πληγή του μολύνθηκε και δεν έλεγε να κλείσει. Με δυσκολία ανέπνεε.

– <<Αφήστε με να πεθάνω>> έλεγε και ξαναέλεγε.

Δέκα μέρες έζησε σ`αυτή την κωματώδη κατάσταση. Ο αδελφός του ο Δημήτριος ,η δόνα Βαλέραινα και τα δυο ανίψια του ήταν στο προσκεφάλι του. Δεν του έδιναν ζωή οι γιατροί, είχε πάθει μεγάλη ζημιά στους πνεύμονες. Τον έφεραν στο σπίτι και τον γιατροπόρευσαν. Βγαίνοντας η δεύτερη βδομάδα έπεσε σε κόμμα και δεν ξαναξύπνησε. Στα μαύρα ντύθηκε το Ντεσυπραιικο ,μεγάλη ήταν η συμφορά. Εκεινη την εποχή στην Κάντια δεν υπήρχε φαμίλια που να μην είχε έναν ή δυο νεκρούς ή λαβωμένους, Ήταν και οι ανελέητοι βομβαρδισμοί που σκότωναν τον άμαχο πλυθησμό. Το σιτάρι έδωσε ζωή και ελπίδα στο πεινασμένο πόπολο. Ο Τίτος Ντεσύπρης είχε πληρώσει με την ίδια του τη ζωή το τίμημα για τν παράταση της πολιορκίας.

Η Κοντέσα Βαλέραινα είχε αποκοιμηθεί με το κεφάλι γερμένο πάνω σε μια πέτρα. Μια μεγάλη πάνινη τσάντα ήταν περασμένη στο μπράτσο της. Εκεί μέσα έκρυβε όλα της τα χρυσαφικά και ότι πολύτιμο κουβαλούσε μετά την εγκατάλειψη του αρχοντικού της που έρημο τώρα στην Κάντια περίμενε καινούριους αφεντάδες.Κάθε τόσο τιναζόταν στον ύπνο της και αγκομαχούσε.Κάποιο κακό όνειρο την γυρόφερνε και την βασάνιζε.Ένας από τους πολλούς εφιάλτες που κρατούσαν συντροφιά παιδεύοντας τους πρόσφυγες της άλλοτε ξακουστής καστροπολιτείας.

Ο Φρατζέσκος αγουροξυπνημένος μέσα στην κάπα του,κάνοντας σκιά με το χέρι αγνάντευε κατά το πέλαγος.

-<<Μου φαίνεται πως φάνηκαν δυο καράβια>>,είπε <<και έρχονται κατά δω>>.Σηκώθηκε ισιώνοντας το κορμί του και κίνησε κατά την ακτή σβαρνίζοντας τις πέτρες στο διάβα του.Έφτιαξε κι άλλο τσιγάρο ο Ζαννέτος.Σαν να απέφυγε τον αδελφό του,δεν είχε όρεξη για ομιλίες στο πρώτο χάραμα.Όλο το προσφυγομάνι μισοκοιμόταν ακόμα γερμένο πάνω στη γη ανάμεσα στις πέτρες και τα πουρνάρια.Ξαγρύπνησε όλη τη νύχτα,μάτι δεν έκλεισε,αισθανόταν βαρύς και ανήμπορος λες και είχε πετρώσει ανάμεσα στα βράχια και στα ξερόκλαδα.Τα μάτια του δυο σχισμές έκρυβαν το γαλανό χρώμα τους.Σαν σκιά πέρασε μπροστά του η Ζαμπέτα η μνηστή του και του χαμογέλασε.Όλες τις νύχτες τους τελευταίους μήνες του παρέστεκε στον ύπνο του χωρίς να ξέρει ο δόλιος αν ήθελε να τον γαληνέψει ή να τον βασανίσει.Άπλωσε τα χέρια να την αγγίξει.

-<<Μή μου άπτου>>,σαν να του ψιθύρισε και χάθηκε απρόσμενα και το ίδιο ξαφνικά όπως είχε πεταρίσει μπροστά στα μάτια του.

Χρόνια την αγαπούσε την Ζαμπέτα,μικρό παλικαρόπουλο ακόμα,σαν την συναντούσε στην βόλτα,τις σκολάδες και τις Κυριακές να κρατά το μπράτσο του κύρη της.Πολλές φορές στα κρυφά άλλαξαν ματιές και χαμόγελα στην αγορά,στις γιορτές,στις εκκλησίες όπου έγινε τακτικός θαμώνας για να την συναντά και να της γνέφει διακριτικά από την δεξιά μεριά που εκκλησιάζονταν οι άνδρες.Πριν δυο χρόνια σχεδόν την ζήτησε από τους δικούς της και αρραβωνιάστηκαν.Ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι.Περίμεναν μπας και περάσει το κακό για να παντρευτούν.Κυλούσαν οι μήνες όμως και ο πόλεμος συνεχιζόταν.Μόνο τις Κυριακές βλέπονταν,είχαν σταματήσει και οι βεγγέρες βλέπεις.Εκείνος ολημερίς στα τείχη να μάχεται τον εχθρό και αυτή να βοηθά τη μάνα της στο σπίτι και να γιατροπορεύει τους πληγωμένους στα σπιτάλια.

Τα βράδια,κρυφά συναντιόνταν σαν παράνομοι εραστές.Σαν χτυπούσε δώδεκα τα μεσάνυχτα το ρολόι του Αγίου Μάρκου,σκαρφάλωνε κρυφά από το μπαλκόνι της ο Ζαννέτος και περνούσαν μαζί τις νύχτες τους οι δυο ερωτευμένοι.Σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα,το αγαπημένο και τραγικό μυθιστόρημα που δεν έλειπε από κανένα σπίτι που μεγάλωνε κοπελιές.Τα χαράματα ντύνονταν βιαστικά ο νέος και πηδώντας τον ψηλό φράχτη χάνονταν ανάμεσα στα σοκάκια της της αποκαμωμένης πολιτείας.Δεν ήταν βλέπεις παντρεμένοι και δεν τους επέτρεπαν να κοιμούνται μαζί.Έτσι ήταν τα έθιμα τότε και οι κακές γλώσσες ζητούσαν αφορμή για να γεμίσουν με κουτσομπολιά τις ρούγες και τα σοκάκια.

Τρεις μήνες μπαινόβγαινε ο Ζαννέτος τις νύχτες στην κάμαρα τη μνηστής του.Τα βράδια να θυσιάζεται στο βωμό του έρωτα και την ημέρα πάνω στα τείχη να σημαδεύει και να θερίζει τους άπιστους.Με μεγάλες μπομπάρδες περικύκλωσαν την πόλη οι οχτροί.Σιώνταν ολημερίς από τις ατέλειωτες κανονιές που γκρέμιζαν τα πάντα στο διάβα τους,μα τα χοντρά μπεντένια και η βαθιά τάφρος κρατούσαν ακόμα μακριά τους εχθρούς.Έτρεχαν οργανωμένα συνεργεία με αγκωνάρια και πέτρες και μπάλωναν τα ραγισμένα τείχη.Σωροί ολόκληροι ήταν τα γκρεμισμένα σπίτια μέσα στην περιτοιχισμένη πολιτεία.

-<<Είμαι έγκυος>>,του`πε αλαφιασμένη πέφτοντας στην αγκαλιά του ένα βράδυ η κόρη.<<Περιμένω το παιδί μας>>.Την πήρε αγκαλιά ο Ζαννέτος και την φίλησε παθιασμένα.Έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας.<<Δεν πάει άλλο,αύριο κιόλας θα έλθω στους γονείς σου να ορίσουμε την μέρα του γάμου μας>>.

Πέρασαν ονειρεμένη νύχτα γεμάτη χάδια και ερωτικό πάθος.<<Πρέπει να φύγεις >>του`πε η νύφη τα χαράματα.<<Οι δικοί μου όπου να`ναι θα ξυπνήσουν και δεν πρέπει να σε δουν εδώ>>.

-<<Δεν με νοιάζει τώρα πια,μήτε οι δικοί σου,μήτε ο κόσμος ολάκερος,σε δέκα μέρες θα στεφανωθούμε>>.Έτρεξε πετώντας στο αρχοντικό του και έπεισε τον κόντε Ντεσύπρη να πάει τώρα κιόλας να κανονίσει το γάμο με τα συμπεθέρια.<<Δεν μπορώ να περιμένω άλλο πατέρα,δεν αντέχω άλλο τούτο το μαρτύριο.Αν δεν γίνει ο γάμος σε δέκα μέρες θα την κλέψω και θα την φέρω στο δωμάτιό μου>>.

-<<Δεν θέλω ρεζιλίκια>>,τον αποπήρε ο κόντες.<<Τώρα κιόλας θα πάω να ορίσουμε τον γάμο>>.

Ζεστή ήταν η μέρα,ανοιξιάτικη.Ένα μεγάλο γιουρούσι έκαναν οι Τούρκοι με σκάλες και γάτζους προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν τα τείχη.Σήμαναν ασταμάτητα οι καμπάνες,έτρεξαν όλοι αλαφιασμένοι στους πύργους και στα κάστρα να τους αναχαιτίσουν. Κύματα –κύματα ορμούσαν οι βάρβαροι,ενώ τα τύμπανα χτυπούσαν και οι ιμάμηδες έψελναν προτρέποντας τον Αλλάχ.Ποτάμι έρεε το αίμα και από τις δυο πλευρές.Πολλές φορές γίνονταν μάχη σώμα με σώμα.Γέμισε με νεκρά και άψυχα κορμιά η τάφρος και τα μπεντένια.Ακόμα και τα γυναικόπαιδα έτρεξαν στις επάλξεις να βοηθήσουν πετώντας πέτρες και ζεματιστά νερά.Με ατέλειωτους κανονιοβολισμούς βάλθηκαν οι άπιστοι να ισοπεδώσουν την πολιτεία.Το ένα μετά το άλλο τα σπίτια γκρεμίζονταν σε ερείπια.Όλος ο λαός πανικόβλητος βγήκε στους δρόμους και έτρεχε κατά το λιμάνι που δεν το έφθαναν οι κανονιές.

Βγήκε και η Ζαμπέτα στους δρόμους ρίχνοντας μια μακριά εσάρπα πάνω της χαμένη ανάμεσα στο ανθρωπομάνι,και έτρεξε να σωθεί.Όλο το στενό σοκάκι σειόταν από το κανονίδι.Μια οβίδα τότε έπεσε στα κεραμίδια.Ολόκληρη η οροφή σωριάστηκε στον δρόμο.Πλακωμένη βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη η κόρη κάτω από τα χαλάσματα μπρος στο σπίτι της.<<Βοήθεια βοήθεια >> φώναζε απεγνωσμένα.Ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος σείστηκε κατρακύλησε και έπεσε πάνω της.Σε λίγο η φωνή της χάθηκε μέσα στην κοσμοχαλασιά ενώ ένα πελώριο σύννεφο σκόνης σκέπασε την γειτονιά.Αργά το μεσημέρι έμαθε τα κακά μαντάτα ο Ζαννέτος που πολεμούσε με γενναιότητα στη μεγάλη πύλη της Χανιόπορτας στα δυτικά του κάστρου.Το τουρκικό ρεσάλτο είχε αποκρουσθεί με γενναιότητα και οι άπιστοι μάζευαν τους νεκρούς τους και τους έθαβαν σε ομαδικούς τάφους.Πολλές απώλειες είχαν και οι αμυνόμενοι κυρίως σε άμαχο πλυθησμό,καθώς τα εχθρικά κανόνια ισοπέδωσαν ολόκληρες γειτονιές.Έτρεξαν όλοι να βοηθήσουν σκάβοντας στα ερείπια ελπίζοντας να βρουν την κόρη ζωντανή κάτω από τα χαλάσματα.Πρώτος και καλύτερος ο Ζαννέτος σήκωνε την μια πέτρα μετά την άλλη και φώναζε απεγνωσμένα <<Ζαμπέτα- Ζαμπέτα >>.Η μάνα της λιπόθυμη γιατροπορεύονταν από τους γείτονες.Την βρήκαν αργά το σούρουπο λίγο πριν νυχτώσει.Ασάλευτη με τα ξέπλεκα ξανθά μαλλιά ζυμωμένα μες στο χώμα,κάτασπρη έμοιαζε σαν νεράιδα.Τα μάτια της ορθάνοιχτα,ένα χαμόγελο σαν να διαγράφονταν στα σβησμένα χείλη.

Την πήρε αγκαλιά και την περιέφερε στην βομβαρδισμένη πολιτεία.Όλοι σταυροκοπιόνταν και με υγρά μάτια την αποχαιρετούσαν στον αιώνιο ύπνο της.

<<Αγάπη μου αγάπη μου>> της φώναζε σαν να ήθελε να την ξυπνήσει και να την επαναφέρει στη ζωή.Την είχε χάσει τόσο ξαφνικά,τόσο αναπάντεχα.<<Μίλα μου,γιατί δεν μου μιλάς>>,της έλεγε παρακαλετά και την έσφιγγε στην αγκαλιά του.Και κείνη,με τα πελώρια ορθάνοιχτα μάτια να τον κοιτάζει άλαλη σαν άγαλμα……