Το κείμενο που κατέκτησε την 4η θέση στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του I Travel Poetry

 

Βιογραφικό συγγραφέως

Η Βασιλική Καγκελάρη γεννήθηκε και μεγάλωσε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας.
Από μικρή χανόταν ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων, με προτίμηση στην λογοτεχνία
τρόμου και την εφηβική.
Μεγαλώνοντας και ενώ η βιβλιοθήκη της είχε αρχίσει να επεκτείνεται δραστικά έναντι
όλων των υπολοίπων επίπλων στη μικροσκοπική της γκαρσονιέρα, αποφάσισε αυτή την
αγάπη για τα βιβλία να την βγάλει και η ίδια στο χαρτί.
Σπούδασε Δημόσια Διοίκηση στην Πάντειο, ξεκίνησε να δουλεύει στον λογιστικό τομέα και
ταυτόχρονα άρχισε να παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής, τα οποία της
έδωσαν το έναυσμα να ξεκινήσει να γράφει και η ίδια.
Έχει διακριθεί με το 3ο βραβείο στον 8ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 2019 Ομίλου για την Unesco Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος, τον 4ο έπαινο διηγήματος στον 2οΠανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος και το 4ο βραβείο στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του Itravel Poetry.

 


«Ο φίλος μου ο παράνομος»

Κοίταξα τα πρόσωπα γύρω μου. Δεν ήταν πολλά, πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι. Η μάνα του, οι γονείς μου, ο παππάς κι εγώ. Χαμήλωσα το βλέμμα μου στο χώμα, έτσι όπως είχα γονατίσει. Ο ήλιος είχε βγεί μέσα από τα σύννεφα, πεισματικά, παρά το κρύο πρωινό του Οκτωβρίου.

Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Mikey. Έτσι τον φώναζα. Εγώ και η μάνα του μόνο τον λέγαμε έτσι. Σε όλους τους άλλους ήταν γνωστός σαν Mike. Γνωριστήκαμε στο νηπιαγωγείο. Θυμάμαι κάτι παιδάκια με είχαν περικυκλώσει και με πείραζαν γιατί ήμουν μικροκαμωμένη και ο Mike ήρθε προς το μέρος μας. Έκατσε δίπλα μου στο σκάμμα, με κοίταξε στα μάτια και μου έπιασε το χέρι. Από τότε ήμασταν αχώριστοι. Μαζί μεγαλώσαμε, τα σπίτια μας είχαν απόσταση δύο τετράγωνα. Γυρνούσαμε από το σχολείο και πηγαίναμε σπίτι του. Η μάνα του έλειπε πολλές ώρες την ημέρα, δούλευε διπλοβάρδιες για να μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τα έξοδα, οπότε προτιμούσαμε το σπίτι του για να έχουμε την ησυχία μας. Κάθε βράδυ στις οκτώμισι πηγαίναμε στο δικό μου σπίτι για να φάμε. Στις δέκα έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού και την επόμενη μέρα με περίμενε στον κήπο για να πάμε μαζί σχολείο. Αυτό δεν άλλαξε ποτέ.

Σε όλο το δημοτικό ήταν ο προστάτης μου, ο σύμβουλός μου, ο καλύτερός μου φίλος. Παίζαμε, τρώγαμε και σχεδόν όλα τα σαββατοκύριακα κοιμόμασταν ο ένας στο σπίτι του άλλου. Νομίζω ότι τόσες ώρες που περνάγαμε μαζί θα μπορούσες να μας πείς και δίδυμα, δεν διαχωριζόμασταν ποτέ και πάντα ήξερε ο ένας τι χρειαζόταν ο άλλος, με ένα βλέμμα. Ποτέ δεν χρειάστηκα κάποιον άλλο πέρα από αυτόν.

Ο Mike είχε την πιο αγνή ψυχή. Ήταν όμορφος και καλοσυνάτος ακόμα και σαν παιδάκι. Οι πιο “σκληροί” συμμαθητές μας πάντα τον κορόιδευαν και πάντα το ανεχόταν επειδή, όπως μου έλεγε, καλύτερα να κοροιδεύουν αυτόν που δεν τον νοιάζει, παρά κάποιον που θα στεναχωρηθεί. Αυτό δεν το άντεχε. Κάθε φορά που πείραζαν ένα άλλο παιδάκι, έβλεπα το χρώμα των ματιών του να σκουραίνει από το τόσο καθάριο μπλέ και έκανε κάτι για να τραβήξει την προσοχή στον ίδιο, να ενοχλήσουν αυτόν.

Στο γυμνάσιο είχαμε περισσότερες ελευθερίες. Όταν πρωτομπαίναμε στην εφηβεία, παίρναμε τα σκέιτμπορντ και γυρνούσαμε στα πάρκα μέχρι να έρθει η ώρα να γυρίσουμε σπίτι. Ξαπλώναμε στο χορτάρι και κοιτάζαμε με τις ώρες τον ουρανό, κάνοντας ερωτήσεις ο ένας στον άλλο.

“Αν δεν ήμασταν φίλοι, με ποιόν θα έκανες πιο πολλή παρέα από το σχολείο?” με ρώτησε ένα απόγευμα. Κοίταξα το προφίλ του. Τα λαμπερά του μάτια ήταν καρφωμένα στον ουρανό. “Δεν θα γινόταν να μην ήμασταν φίλοι” του απάντησα. Χαμογέλασε και έπιασε το χέρι μου. Είχε ωραίο χαμόγελο. Από αυτά που όταν απευθύνεται σε σένα, ότι και να σου συμβαίνει νιώθεις ότι όλα θα πάνε καλά.

Το μισούσε το χωριό μας ο Mike. “Μίζεροι, κουτσομπόληδες, μισάνθρωποι!” έτσι τους έλεγε όλους. Ήθελε να φύγει μακριά. Να ανοίξει τα φτερά του και να ζήσει ελεύθερος, δεν την μπορούσε την καθημερινότητά μας. Σκληρά παιδιά στο σχολείο που πλάκωναν στο ξύλο όποιον τολμούσε να είναι διαφορετικός ή να τους πηγαίνει κόντρα. Περίεργοι γείτονες που ενδιαφερόντουσαν περισσότερο για την δικιά σου ζωή παρά για την δική τους. Μικρό χωριό που σε ασφυκτιούσε, δεν σε άφηνε να ζήσεις. Κάναμε όνειρα να φύγουμε. Κάπου που θα είχαμε μόνο ο ένας τον άλλο, ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Ψιθυρίζαμε σχέδια για το πού το πώς και το πότε, πώς θα ήταν το σπίτι μας, οι δουλειές μας. Ποιούς θα γνωρίζαμε, τί θα τρώγαμε. Ήδη από τα δεκατέσσερά μας, όλα ήταν προσχεδιασμένα με κάθε λεπτομέρεια.

Στο πάρκο ήμασταν και όταν στα δεκαπέντε μας, αρχές λυκείου, γύρισε ο πατέρας του και ήθελε να μιλήσουν. Δεν μίλαγε πολύ για αυτόν, ήξερα όμως ότι είχε φύγει κακήν κακώς από το χωριό, αφού πρώτα πλάκωσε την γυναίκα του στο ξύλο, ενώ ήταν έγκυος στον Mike. Κλωτσούσε τα ξερόχορτα και ξεφυσούσε. Δεν ήθελε να τον δεί. Τον θεωρούσε νεκρό ήδη μέσα του. Ήθελε να προστατέψει την μάνα του, να την πάρει να φύγουν από το χωριό, να μην μπορέσει να τους ξαναβρεί. Η καρδιά μου σφίχτηκε όταν μου τα έλεγε αυτά.

“Κι εγώ?” του είπα μαλακά. Καθόμουν σταυροπόδι στο χορτάρι, δεν τον κοίταζα, ξερίζωνα ένα ένα τα λουλουδάκια γύρω από τα πόδια μου. Σταμάτησε απότομα. “Ε τί εσύ? Αφού τα ξέρεις, όταν πάω δεκαέξι και θα μπορώ να πιάσω νόμιμα δουλειά, θα μαζέψω λεφτά για να πάμε στην Καλιφόρνια, εγώ εσύ και η μαμά μου. Εσύ θα τελειώσεις εκεί το σχολείο και μετά θα πάς Πανεπιστήμιο” σήκωσα τα μάτια μου και έπιασα τα δικά του. Το στομάχι μου χοροπήδησε στην σκέψη. “Όταν έρθει η ώρα, θα το συζητήσουμε με τους γονείς σου. Αφού το ξέρεις, με λατρεύουν, δεν μπορούν να μου αρνηθούν τίποτα.” Κάθισε δίπλα μου και αγκάλιασε τους ώμους μου.

Η αλήθεια είναι ότι όντως τον λάτρευαν. Δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν το δεύτερο παιδί που ήθελαν και ο Mike ήταν σαν γιός τους. Τα Χριστούγεννα πάντα ήταν καλεσμένος στο σπίτι μας και πάντα παίρναμε και οι δύο δώρα. Η μαμά του Mike ήξερε ότι μπορεί να τους εμπιστεύεται όσο προσπαθούσε να του προσφέρει ότι περισσότερο μπορούσε.

Στα δεκαέξι μου έκλαιγα στον ώμο του για τον πρώτο μου έρωτα που δεν είχε καμία ανταπόκριση. Με είχε αποκαλέσει σαύρα, με είχε σπρώξει και μου είχε πει να πάω στον φίλο μου το φρικιό, πριν μου αστράψει καμία. Οι ορμόνες μου είχαν χτυπήσει κόκκινο και είχα επιλέξει να γουστάρω τον χειρότερο τύπο στο σχολείο, έναν νταή από τα ‘κακά παιδιά’. Ο Mike μου έτριβε την πλάτη και σκούπιζε τα δάκρυά μου. “Δεν σου αξίζει Ρούμπι. Εσύ είσαι φτιαγμένη για άλλα πράγματα. Μην ξεχνάς, σε λίγα χρόνια θα είμαστε ελεύθεροι από αυτόν τον κωλότοπο”. Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε στο σπίτι του, αγκαλιασμένοι. Δεν νομίζω ότι ποτέ μου έχω νιώσει κάποιον άνθρωπο τόσο κοντά μου. Ήταν σαν δεύτερος εαυτός μου, το καλύτερο μισό μου. Εκεί που εγώ ήμουν σαν χαρακτήρας πιο απαισιόδοξη και κλειστή, ερχόταν ο Mike και μου έλεγε μια φτιαχτή ιστορία από το μυαλό του τόσο τρελή και ταυτόχρονα τόσο πιστευτή για τον κάθε ένα από το χωριό, που δεν μπορούσα παρά να ξεχάσω ότι με απασχολούσε και να χαχανίζω δίπλα του υστερικά, τραβώντας τα εκνευρισμένα βλέμματα των περαστικών.

Εκείνη η χρονιά ήταν που ο Mike έχασε την πρώτη του δουλειά. Δούλευε στο καφέ του χωριού, μάζευε και έπλενε πιάτα και μαχαιροπίρουνα. Δύο μέρες μετά την συζήτησή μας, είχε πάει εκεί αυτός που μου άρεσε με τους φίλους του. Ποτέ δεν έμαθα την αλήθεια για το τί είπε στον Mike για εμένα και τον έκανε τόσο έξαλλο. Την επόμενη μέρα ήρθε να με πάρει για να πάμε στο σχολείο με μαυρισμένο μάτι και κόκκινες κλειδώσεις. Νομίζω ότι πέρα από αυτό, δεν είχαμε ποτέ κανένα μυστικό ανάμεσά μας. Άκουσα όλα τα κουτσομπολιά στο σχολείο για το πώς με αποκάλεσε αλλά ποτέ δεν έμαθα ποιά εκδοχή ήταν η πραγματική.

Δύο μήνες μετά βρήκε την επόμενη δουλειά του στο βενζινάδικο και με έβγαλε για φαγητό στην διπλανή πόλη, για να προσποιηθούμε πώς θα ήταν όταν θα ήμασταν μακριά. Του έδωσα ένα βραχιολάκι που του είχα φτιάξει και τα μάτια του χαμογέλασαν. Το φόρεσε και υποσχέθηκε να μην το βγάλει ποτέ.

Στα δεκαεφτά, παίρναμε το αμάξι και χανόμασταν με τις ώρες, κάναμε βόλτες στις πλαγιές του βουνού για να κοιτάξουμε τα αστέρια, στην λίμνη που μας ηρεμούσε και τους δύο όταν ήμασταν ταραγμένοι ή στο δάσος όπου παρατάγαμε το αυτοκίνητο στην άκρη και το περπατάγαμε μέχρι να μην μας κρατάνε τα πόδια μας. Το είχαμε μάθει σαν την παλάμη του χεριού μας μετά από τόσα χρόνια. Ο Mike χάλαγε όλο τον πενιχρό μισθό του κι εγώ το χαρτζιλίκι μου σε γλυκά και τσιγάρα από το μικρό κατάστημα της πλατείας. Βουτούσαμε στη λίμνη και στεγνώναμε παρέα, με τις κάφτρες από τα τσιγάρα να φωτίζουν τα πρόσωπά μας.

Κλείσαμε φέτος τα δεκαοκτώ αλλά είναι λες και έχουν περάσει χρόνια από τότε. Είχαμε ήδη αποφασίσει σε ποιά πόλη θα πάω πανεπιστήμιο και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού είχαμε ήδη βρεί διαμέρισμα και ο Mike δουλειά σε έναν φούρνο εκεί δίπλα. Θα φέυγαμε τον Νοέμβριο, σε ένα μήνα από σήμερα. Έπρεπε απλά να επιμείνω να φύγουμε νωρίτερα, δεν θα μου χάλαγε το χατήρι.

Τρείς μέρες πριν έγινε το πάρτι. Το κλασσικό πάρτι που γίνεται σε κάθε τέλος της χρονιάς, μόνο που αυτή τη χρονιά θα ήταν διαφορετικό, αφού ήμασταν απόφοιτοι. Ο Mike επέμεινε να πάμε. Θα μπορούσα να του αρνηθώ πιο σθεναρά, να προτείνω μια καλύτερη ιδέα. Θα τον έπειθα. Παρ’ότι όμως δεν έβλεπε την ώρα να φύγει, ήθελε να πάμε. Να δούμε αυτούς τους ‘χαμένους’ μια τελευταία φορά πριν να τους αφήσουμε πίσω μας για πάντα.

Φτάσαμε στο ανοιχτό χωράφι με την δυνατή μουσική και την μεγάλη φωτιά στο κέντρο. Ήπιαμε αρκετά εκείνο το βράδυ. Αποφασίσαμε να περάσουμε καλά και να αφεθούμε. Θα μπορούσα να μείνω όλο το βράδυ δίπλα του, να μην έχω πιεί τόσο ώστε να χρειάζομαι τουαλέτα κάθε μισάωρο.

Ήμασταν ήδη ένα τρίωρο εκεί και είχα χαλαρώσει καθισμένη δίπλα στη φωτιά. Πήγα για έβδομη φορά στην τουαλέτα που ήταν σχεδόν στην άλλη μεριά του χωραφιού. Βγαίνοντας, έψαξα ασυναίσθητα να βρώ το ξανθό κεφάλι του Mike. Τον είδα απομακρυσμένο από τη φωτιά, να μιλάει με τον κολλητό του νταή που μου άρεσε πριν από δυο χρόνια. Στάθηκα και τον παρατήρησα, σκέφτηκα την ζωή μας που θα ξεκινούσε σε ένα μήνα. Και τότε ο Mike έσκυψε και τον φίλησε.

Το μελαχρινό αγόρι στην αρχή δεν αντέδρασε, ξαφνιάστηκε, όμως αμέσως μετά είδα τα χέρια του να γραπώνουν το μπλουζάκι του Mike. Άκουσα κάποιον να τον φωνάζει και έσπασε το φιλί, γυρνώντας απότομα το κεφάλι του προς τους φίλους του. Ξαφνικά, γύρισε προς τον Mike και του έριξε μια γροθιά στη μύτη. Ο Mike πισωπάτησε και έπιασε το πρόσωπό του σοκαρισμένος. Η καρδιά μου σταμάτησε. Το χέρι μου πήγε στο στόμα μου και τα πόδια μου φαίνονταν ριζωμένα στο χώμα. Το στομάχι μου ανεβοκατέβηκε επικίνδυνα. Το μελαχρινό αγόρι άρχισε να φωνάζει κάτι στους άλλους οι οποίοι πλησίασαν τρέχοντας.

Ο Mike έφαγε μια κλωτσιά στα πόδια και σωριάστηκε κάτω, ενώ από πάνω του έπεσαν έξι άτομα γρονθοκοπώντας τον άγρια. Άρχισα να τρέχω με όλη μου τη δύναμη, ουρλιάζοντας προς το μέρος τους. Όλοι οι άλλοι που ήταν πιο κοντά, αντί να προσπαθήσουν να τους χωρίσουν, στέκονταν αγάλματα. Φτάνοντάς τους, νόμιζα ότι η καρδιά μου θα πεταχτεί έξω από το σώμα μου. Είδα ένα πόδι να σκάει με δύναμη στο κεφάλι του Mike που είχε κουλουριαστεί στη λάσπη. Όρμηξα στην πλάτη του ενός και τον τράβηξα με όλη μου τη δύναμη, λίγο πριν καταφέρει να πετύχει με την μπουνιά του ξανά τον Mike. Τον έπιασα εξ απίνης και έχασε την ισορροπία του, πέφτοντας προς τα πίσω. Άρχισα να χτυπάω στα τυφλά και φώναζα ακαταλαβίστηκα, δεν νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή θυμόμουν πώς να σχηματίσω λέξεις. Άκουγα γύρω μου να αιωρούνται λέξεις, “πούστρα’ ‘πισωγλέντη’ μέχρι που μια γροθιά καρφώθηκε στον κρόταφό μου και γονάτισα δίπλα στον Mike. Παραζαλισμένη και με τα αυτιά μου να βουίζουν, έπεσα πάνω του, σκεπάζοντας το σώμα μου με το δικό του για να απορροφήσω κάποια από τα χτυπήματα. Λίγη ώρα μετά, η μουσική έκλεισε και ακούστηκαν οι σειρήνες των περιπολικών.

Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Άνοιξα τα μάτια μου και αμέσως τα ξαναέκλεισα, αφού το φώς ένιωσα να μου τρυπάει τον εγκέφαλο. Η μητέρα μου αμέσως πετάχτηκε από την καρέκλα της και έκλεισε τις κουρτίνες. Ανοιγόκλεισα δυο τρείς φορές τα μάτια μου και μόλις συνειδητοποίησα πού είμαι τινάχτηκα πάνω. Ένας σφάχτης διαπέρασε το σώμα μου και με έκανε να διπλωθώ στα δύο. “Πού είναι?” την ρώτησα σφίγγοντας τα δόντια μου. “Ηρέμησε και ξάπλωσε πάλι πίσω, είναι δίπλα σου, δεν θα σας βάζαμε σε διαφορετικά δωμάτια” απάντησε η μητέρα μου όμως δεν με κοίταξε. Αγνόησα το σχόλιό της για να ξαπλώσω και έστριψα το κεφάλι μου για να τον βρώ.

Στα δεξιά μου, σε ένα πανομοιότυπο κρεββάτι με το δικό μου ήταν ο Mike. Δηλαδή δεν ήταν ο Mike όπως τον έχω συνηθίσει. Τα γαλανά του μάτια ήταν κλειστά, η μύτη του φαινόταν στραβή και ματωμένη, το πρόσωπό του μπλέ και φορούσε ένα κολάρο. Σύρθηκα με κόπο προς το μέρος του και έπιασα το παγωμένο του χέρι. Το έτριψα για να το ζεστάνω και ρώτησα πώς είναι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο γιατρός με τη μητέρα του Mike. Εκείνη με είδε και με αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια. Με έσφιξε τόσο πολύ που με πόνεσε, όμως δεν της είπα τίποτα, μόνο την αγκάλιασα με το ένα μου χέρι, το άλλο δεν άφησε ποτέ του Mike.

Ο γιατρός μας κοίταξε όλους με συμπόνοια στα μάτια και αμέσως τον μίσησα. Είπε ότι ο Mike είχε υποστεί πολύ σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και δεν μπορούσε να μας δώσει πολλές πιθανότητες ότι θα τα καταφέρει. Είπε ότι αν τα καταφέρει, θα είναι σε μια κατάσταση ‘φυτού’, δεν θα μπορεί να μιλήσει, να κουνηθεί, ίσως και ούτε να αναγνωρίσει κανέναν μας. Δεν είχα καταλάβει ότι έκλαιγα, μέχρι που άκουσα τους ήχους που στην αρχή δεν αναγνώρισα ότι έβγαιναν από εμένα. Έμεινα δίπλα του παρακαλώντας τον να γυρίσει πίσω σε εμένα, απειλώντας τον, κλαίγοντας και γελώντας, θυμίζοντάς του τόσες ιστορίες και αναμνήσεις μας.

Έξι ώρες έμεινε μαζί μου. Νωρίς το βράδυ σταμάτησε να λειτουργεί η καρδιά του και τον πήραν από δίπλα μου. Νωρίς το βράδυ σταμάτησε να λειτουργεί και η δική μου καρδιά.

Σήμερα, δύο μέρες μετά, βρισκόμασταν στο νεκροταφείο για να αποχαιρετήσουμε τον μόνο άνθρωπο που αγάπησα πραγματικά. Τον μόνο άνθρωπο που δεν είχε κακία μέσα του, μόνο αγάπη και ευτυχία, την οποία μοίραζε απλόχερα σε όλους. Το μόνο που έχω μέσα μου είναι ένα κενό. Τον κοίταξα, όμορφο με το σκούρο μπλε κοστούμι του, το βραχιολάκι του αχνοφαινόταν κάτω από το μανίκι του. Τα ξανθά μαλλιά του λαμπύριζαν κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Για ένα «παράνομο» φιλί, ο καλύτερός μου φίλος θα έμενε για πάντα εδώ, στο χωριό που τόσο μισούσε. Λίγο πριν κλείσει το καπάκι και κατέβει το φέρετρο στο χώμα, αποτύπωσα στην μνήμη μου το ελαφρύ ανασήκωμα στις άκρες των χειλιών του.