Το κείμενο κατέκτησε την 2η θέση στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του I Travel Poetry

 

Βιογραφικό συγγραφέως

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εργάζεται στον Ιδιωτικό τομέα ως Διοικητικός
Υπάλληλος στον τομέα των Εισαγωγών και ζει με το μεγαλύτερο θαύμα της ζωής της, τον
γιο της Νικόλα. Γράφει από τότε που άρχισε να ανακαλύπτει τον εαυτό της
χρησιμοποιώντας τη γραφή ως πανοπλία αλλά και ως ψυχοθεραπεία. Η λογοτεχνία την έχει
κάνει αρκετά «κοινωνική» μιας και της έχει δώσει την ευκαιρία να γνωρίσει πολλούς ήρωες
χωρίς να κουνηθεί από τον αγαπημένο της καναπέ. Τα καλοκαίρια ως παιδί τα πέρασε στο
χωριό της μητέρας της, την Ελευθέριανη Ναυπακτίας, κοντά στην γιαγιά της και στον
παππού της, μια περιουσία όμορφων αναμνήσεων ανεκτίμητη όπως υποστηρίζει. Η «Οδός
Δεληγιάννη» είναι αφιερωμένη στην γιαγιά της την Αφροδίτη μα και σε όλες αυτές τις
απώλειες που παλεύουμε όλοι μας να αντιμετωπίσουμε, να διαχειριστούμε και τέλος να
αποδεχτούμε.

 

 


“Όδός Δεληγιάννη”

Διασχίζω τη Δεληγιάννη μπροστά από τα τρένα κάθε μέρα. Από άκρη σ’ άκρη την
έμαθα. Είκοσι χρόνια στο ίδιο μέρος, στην ίδια διαδρομή. Ο δρόμος κάποτε μόνο το
χώμα ήξερε και σε κάθε πέρασμα ενός αυτοκινήτου σηκωνόταν κάνοντας στροφές και
κατέληγε να χορεύει με τον αέρα. Η πλατεία γέμιζε από το πρωί με μικροπωλητές. Οι
περισσότεροι τότε δεν είχαν μαγαζιά και πούλαγαν τη πραμάτεια τους μέσα σε μεγάλα
κοφίνια. Κάποιοι είχαν γαϊδούρια και ανεβοκατέβαιναν τον δρόμο κάθε μέρα
καμαρώνοντας σα γύφτικα σκερπάνια. Οι άλλοι, οι πιο «φτωχοί», τρύπαγαν τα
παπούτσια τους από το περπάτημα και μέχρι η σόλα να το σκάσει δεν τα πέταγαν. Ο
Κοφινάς, ο Φώτης δήλωνε παρών κάθε μέρα. Μαστόρευε καρέκλες αλλά και κοφίνια
που κρατούσαν οι ταξιδιώτες και οι μικροπωλητές. Αν κάποιος ήταν άφραγκος ζητούσε
κανένα φρούτο ή κάνα παστέλι για τα πιτσιρίκια του. Τον ήξεραν πολλοί λόγω του
σταθμού και ποτέ δεν έφευγε για το σπίτι πικραμένος. Τα χρόνια τρέξανε μακριά και από
τότε τίποτα δεν έμεινε ίδιο εκτός από μένα και τις καρυδιές μπροστά στο καφενείο που
κρατούν ακόμα, από πείσμα μάλλον. Έφτασα τα εξήντα και ο δρόμος είναι ο μόνος που
με αναγνωρίζει. Νιώθω πως το τέλος πλησιάζει και αν όχι, τότε αργεί. Τα πρωινά που
ακούω την καλημέρα του Βασίλη του άντρα μου, καταριέμαι για την ακόμα μία
χαρισμένη, αλλά χαμένη μέρα που έχω. Οι μαύρες κάλτσες κόλλησαν στη σάρκα μου
όπως η ψυχή μου στο χτες. Τα μαλλιά μου άσπρισαν σε μία νύχτα, είκοσι χρόνια πριν,
και τα μάτια μου θόλωσαν.
Ξαποσταίνω στο παγκάκι μπροστά στη πόρτα του σταθμού και κοιτώ τον κόσμο.
Απέναντι ακόμα το παντοπωλείο του κυρ Γιάννη. Κάθε που το κοιτάω σπαράζω. Χαζεύω
τους πελάτες του και τις πραμάτειες του και βλέπω την κόρη του και την εγγόνα του να
κρατιούνται χέρι – χέρι και να χασκογελούν. Σφίγγομαι, και κάθε σάλιο που καταπίνω
είναι όλο και πιο πικρό. Πίσω στο σταθμό επιβάτες φεύγουν για διακοπές, δουλειές και
άλλοι έρχονται για σπουδές, για ψώνια, για διασκέδαση στη πρωτεύουσα των επιλογών.
Εγώ όμως εδώ. Μόνο το μυαλό μου αφήνω να ταξιδέψει με συνεπιβάτη τη κόρη μου τη
Ρίνα. Ο μόνος παρήγορος κόσμος. Γυρνάω τον χρόνο και αλλάζω την ιστορία της. Την
κρατώ μαζί μου, την σπουδάζω αλλά ποτέ δεν την στέλνω στην Αμερική όπως έκανα
τότε. Με πήρε η βιασύνη τότε από το λαιμό και φοβήθηκα για το μέλλον της. Αυτό που
τελικά κατάφερα είναι να της το καταστρέψω. Αχ, και να μην είχα υπακούσει στις
νοοτροπίες εκείνων των αναθεματισμένων καιρών. Ήταν είκοσι χρονών, κορίτσι ψηλό
και αδύνατο. Η χλομάδα της χανόταν μπροστά στα όμορφα πράσινα μάτια της και κάθε
που χαμογελούσε σε μάγευε. Ο κόσμος όμως σκληρός, κι εμείς πρόβατα. Μας
τουφέκιζαν με τα λόγια τους κάθε φορά που την έβλεπαν να γυρνάει από το ραφείο που
εργαζόταν. Η κοινωνία του εξήντα δεν σε συγχωρούσε αν έμενες έξω από το αυλάκι της.
«Αδιαφορείς για το ίδιο σου το σπλάχνο Ελπίδα». «Ακόμα να την παντρέψεις;». «Τι
περιμένεις; Ποιος θα την πάρει;». Να έκαναν λάθος; Η κυρά Μαριγώ η μαμή μου είπε
ένα πρωί που φρόντιζα το μποστάνι μου: «Σίτεψε μαρή Ελπίδα το κορίτσι! Κάνε κάτι.
Δεν το λυπάσαι;» έπεσαν τα μούτρα μου στο πάτωμα και τα σήκωσα παρά μόνο όταν
είδα τον Βασίλη να μπαίνει στο σπίτι. Τον έπιασα πριν προλάβει να αλλάξει ρούχα και
του είπα το και το. «Μας συζητάει ο κόσμος, πρέπει κάτι να κάνουμε. Στο τέλος δεν θα
την πάρει κανείς. Να πούμε στον θείο Αλέκο να μας βοηθήσει. Αυτός ξέρει. Η Λένα μας
παντρεύτηκε στα δεκάξι και έχει ήδη παιδιά.» Στην αρχή σάστισε, του είπα κι άλλα, για
την Κατίνα που την φωνάζει γεροντοκόρη για να τρομάζει τα παιδιά της αλλά και για τα
χρόνια που φεύγουν. Είδε την απόγνωσή μου και συμφώνησε να βρούμε γαμπρό και
πρώτα ο θεός να την παντρέψουμε μέχρι τον επόμενο χειμώνα. Μετά την επίσκεψη στο
θείο Αλέκο δεν πέρασαν ούτε είκοσι μέρες που ακούσαμε τα ευχάριστα. Ο Νικηφόρος
ήταν στα τριάντα, υδραυλικός στο επάγγελμα και μοναχοπαίδι. Ζούσε με τους γονείς του
στα Πατήσια και κράταγε από τη Χίο. Όταν ήρθε στο σπίτι να τον γνωρίσουμε, να τον
δει και η Ρίνα, μας φάνηκε καλό παιδί, τσιγγουνάκος λίγο και πολυλογάς αλλά τι
σημασία είχε; Η Ρίνα δεν έφερε αντίρρηση. Το μόνο που μας είπε ήταν πως «…μόνο
εμείς ξέραμε το καλό της», και έχει εμπιστοσύνη στην κρίση μας. Αυτή η φράση της
ήταν όλη η τιμωρία μας λίγους μήνες μετά και μέχρι σήμερα. Την άνοιξη λίγο πριν το
Πάσχα παντρεύτηκαν και κλείσανε όλα τα στόματα. Κάλεσα όλο τον κόσμο για να
μοιράσω την χαρά μου αλλά και την λύπη μου. Ο Νικηφόρος μας είχε ανακοινώσει ότι
θα πήγαινε στην Αμερική αρχές του καλοκαιριού. Είχε αποφασιστεί πριν γνωρίσει τη
Ρίνα. Ένας ξάδερφος που είχε μεταναστεύσει χρόνια πριν τους είχε κάνει πρόταση να
πάνε εκεί για δουλειά. Κάπου θα βόλευε τους άντρες, και την συμπεθέρα θα την
τακτοποιούσε εκεί που δούλευε η γυναίκα του. Στην αρχή έπεσε να με πλακώσει το
ταβάνι. Μα που θα πάει το παιδί τώρα; Θα είναι καλά εκεί; Πότε θα τη ξαναδώ; Δεν πάει
στην άκρη της Ελλάδας, στην άλλη άκρη του κόσμου θα πάει. Ποιος θα μεγαλώσει τα
παιδιά της; Όταν έκαμα τα παράπονα μου στον Βασίλη κόντεψε να με σκοτώσει.
«Φαγώθηκες να την παντρέψεις και τώρα τα γυρίζεις; Θα με τρελάνεις γυναίκα; Διάλεξε!
Γάμος και Αμερική ή ανύπαντρη με όλα τα παρελκόμενα. Κι αν βρεθεί κανένας να την
πάρει, δόξα σοι ο Θεός θα πούμε! Αλλά ως τότε δεν θα βγάλεις παράπονο ούτε με την
ανάσα σου!» Μαζεύτηκα στην κουζίνα και το άλλο πρωί που μπήκε να πιεί το καφεδάκι
του πριν πάμε στην εκκλησιά του ανακοίνωσα την απόφασή μου : «Γάμος και Αμερική».
Μία απόφαση εγωισμού που χαντάκωσε όλο το αύριο που μας χαρίστηκε. Παρασύρθηκα
από τα πικρά λόγια όλων και άφησα πίσω την ίδια την ύπαρξη του παιδιού μου.
Μπήκαμε όλοι στην ζωή της και εκείνη παρέμεινε απέξω θεατής.
Με τον γάμο μαζέψανε λίγα λεφτά και πήγανε με τον Βασίλη στην τράπεζα να τα
κάμουνε συνάλλαγμα. Εκατό δολάρια ήταν λεφτά αρκετά για να βολευτούν στην αρχή.
Στο καράβι θα έπαιρναν φαγητό μπόλικο παρά ρούχα. Ένα μήνα στη θάλασσα έπρεπε να
έχουν προμήθειες αλλά και νερό. Ξαγρύπνησα πολλά βράδια στο κουζινάκι φτιάχνοντας
καλούδια. Δεν ήθελα να πουν το παραμικρό για το κορίτσι μου.
Όταν έφτασε η ώρα να την αποχαιρετήσω έκλαιγα με λυγμούς. Το ίδιο και εκείνη. Με
έσφιξε στην αγκαλιά της και για ώρα έτρεμε μέσα μου. Μου κόπηκαν τα πόδια και
έκατσα στην άκρη να ηρεμήσω. « Αντίο μανούλα» μου ψέλλισε μετά από λίγο και με
φίλησε γλυκά. Δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. Την πήρε ο Νικηφόρος από το χέρι και
πίσω τους ακολουθούσαν τα πεθερικά της.
Μόλις έφταναν είχαμε συμφωνήσει να μας πάρουν τηλέφωνο στον κυρ Γιάννη τον
μπακάλη, μιας και ήταν ο μόνος που είχε τηλέφωνο τότε. Ένα πρωί που ήμασταν στη
λειτουργιά λοιπόν πήρε ο Νικηφόρος και άφησε μήνυμα στον κυρ Γιάννη να μας
φωνάξει. Τρέχαμε σαν τρελοί όλοι. Ο Βασίλης, εγώ, ο Μανώλης με τη Λένα και πίσω
ακολουθούσε ο γαμπρός μου με τα μωρά αγκαλιά. Έτρεχα και γέλαγα ταυτόχρονα. Η
καρδιά μου κόντευε να γίνει χίλια κομμάτια. Μόλις φτάσαμε περιμέναμε να χτυπήσει το
τηλέφωνο για να μιλήσουμε με τη Ρίνα μας. Ο Βασίλης έκλαιγε αλλά τα χείλια του
γελούσαν.« Τι σου είναι αυτό το τηλέφωνο ρε παιδί μου. Ενώνει ανθρώπους στο άψε
σβήσε.» Όταν χτύπησε επιτέλους το άρπαξε πριν προλάβει να πάρει ανάσα. Μιλούσε με
το Νικηφόρο. Τελικά είναι πολύ μακριά αυτή η Αμερική. Φώναζε στο τηλέφωνο και
επαναλάμβανε συνεχώς : «φτάσατε καλά; Που είναι η Ρίνα μας;». Ξαφνικά ο Βασίλης
άσπρισε και πάγωσε σα το χιόνι. Τον κοίταξα. Γύρισε από την άλλη. « Τι έγινε παιδί μου
δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Τι έπαθε η Ρίνα;» Τον έπιασα από το μπράτσο και γύρισα
το βλέμμα του πάνω μου. Τρόμαξα μόλις είδα τα μάτια του. Σπάραζαν και κόκκινο αίμα
τα είχε τυλίξει. Από το κορμί μου ξεχύθηκε μία φλόγα. Άρπαξα το τηλέφωνο και άρχισα
να ουρλιάζω. Ο Νικηφόρος μου είπε ότι η Ρίνα δεν έφτασε ποτέ στην Αμερική. Πέθανε
στο ταξίδι. Από το καταραμένο χτικιό… δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για να τη σώσει.
Τα φάρμακα στοίχιζαν πολύ και μέσα στο καράβι τα πούλαγαν μόνο μαυραγορίτες.
«Μάνα που να τα βρω τα λεφτά; Ίσα ίσα για τα νερά είχα και για τις σούπες που αγόραζα
για να την κρατήσω ζωντανή.» Τράβαγα τα μαλλιά μου και δάγκωνα τα χείλια μου. Τα
παιδιά με κοιτούσαν σαν χαμένα και ο Βασίλης είχε γονατίσει και έκλαιγε σιωπηλά.
«Μάνα αν θες να την πάρεις πίσω…, τα λεφτά είναι πολλά και εγώ δεν έχω! Ούτε ένα
μεροκάματο δεν έκανα ακόμα γιατί τρέχω για τα χαρτιά της Ρίνας στην Πρεσβεία και
στο νεκροτομείο, έχω βαρύνει και τον ξάδερφο μου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Εδώ
μπορούμε να την θάψουμε με έξοδα του κράτους. Τι λες μάνα; Να το τακτοποιήσω εγώ;
Δεν έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να δουλέψω». Ο Βασίλης είχε ήδη πει στα παιδιά τα κακά
μαντάτα και αγκαλιασμένοι σπαρταρούσαν. « Θα την πάρουμε πίσω Νικηφόρε. Εδώ
ανήκει το παιδί μας. Πόσα λεφτά θέλεις; Πόσα θέλεις να την στείλεις στο σπίτι της;» Η
γραμμή έπεσε και έμεινα με το ακουστικό στα χέρια. Ο κυρ Γιάννης μου το άρπαξε από
το χέρι και το έβαλε στην θέση του. Το κουδούνισμα δεν άργησε να ακουστεί και πάλι.
Το σήκωσα απότομα « Πόσο κοστίζει ο θάνατος της κόρης μου Νικηφόρε;» ούρλιαξα σα
λύκαινα. «Πόσα δολάρια;»
Λένε πως η απώλεια σου συνθλίβει τις αντοχές αργά, και μέρα με τη μέρα γίνεσαι
μαλακός σαν μπαμπάκι. Άλλοι πάλι λένε πως γίνεσαι καλύτερος. Ψέματα. Δεν έγινα
καλύτερος άνθρωπος. Έγινα μισός. Μετά από αυτό τίποτα αρκετό δεν έδωσα στην
οικογένεια μου. Θες το χαμόγελο, θες την αγκαλιά.. ακόμα και μια παρατήρηση στον
Μανώλη, τον μικρότερο γιό μου, που παιδί του Γυμνασίου τότε ξενυχτούσε μέχρι το
πρωί, δεν έκανα. Όλα μετρημένα και βαριά σαν την συνείδησή μου. Άδειασα από τότε
που την έχασα και ποτέ δε νοιάστηκα για ό,τι υπάρχει μέσα και πέρα από μένα. Την
έθαψα. Παντρεμένη μα χωρίς σύζυγο. Έμαθα πως τα λάθη κολλάνε πάνω σου και
γίνονται ένα με το πετσί σου.
Τώρα οι γείτονες μοίραζαν παρηγοριά και εγώ έσπερνα κάθε μέρα την ψυχή μου.
Κάθε μέρα, απ’ άκρη σε άκρη, στην οδό Δεληγιάννη