Το κείμενο κατέκτησε την 1η θέση στον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Πεζογραφίας του I Travel Poetry

Βιογραφικό συγγραφέως 

Η Φωτεινή Μυλωνά – Ραΐδη είναι δασκάλα και συγγραφέας. Έχει σπουδάσει στην Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πατρών και στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ζει και εργάζεται στο Μεσολόγγι. Έχει βραβευθεί με τον Έπαινο του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το έργο «Είμαι η Αλίκη» και με το Βραβείο Γυναικείας Λογοτεχνικής συντροφιάς για το έργο «Το μαγικό κουμπί».

Εργογραφία: 

Α. Μικρές Ιστορίες

Σειρά: Ο Μάριος και η αλεπουδίτσα του, Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα

1. «Ψάχνει η αλεπουδίτσα, ψάχνει κι ο μπαμπάς…»

2. «Δέντρα παππούδες και δέντρα παιδιά…»

3. «΄Ενας κήπος χωρίς ΄΄μη΄΄ κι ΄΄απαγορεύεται΄΄»

4. «Όταν το ποτάμι θυμώνει…»

5. «Ψάρια και ψαράκια»

6. «Μάριος και Μαριώ Μαριορή και Μαριγώ»

«Είμαι η Αλίκη», Εκδόσεις: Ελληνικά γράμματα

«Το μαγικό κουμπί», Εκδόσεις: Μικρή Μίλητος

«Μου αρέσει να ταξιδεύω», Εκδόσεις :Μικρή Μίλητος

Β. Παιδικά μυθιστορήματα (Για εφήβους )

1. «Νέα Σελήνη», Εκδόσεις: Gutenberg

2. «Καλημέρα Θάλασσα!…», Εκδόσεις : ΑΓΚΥΡΑ

Γ. Διηγήματα για παιδιά

1.«Θα ΄θελα τόσα να σου πω, μπαμπά!», Εκδόσεις :Ψυχογιός

-Από συγγραφείς του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου-

Συμμετοχή με το διήγημα: «Εσένα, μπαμπά μου!»

2. «Ιστορίες που γράφει η ζωή», Εκδόσεις : Ψυχογιός

-Από συγγραφείς του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού βιβλίου-

Συμμετοχή με το διήγημα: «Η τριάδα»

Δ. Μυθιστορήματα για ενήλικες

«Η επιστροφή», Εκδόσεις: Ταξιδευτής

Εκδόθηκαν πρόσφατα, Οκτώβριος του 2020

1.«Και στην πολιτεία του Άι-Βασίλη …κρίση;» (Μια ιστορία για μικρά και

μεγάλα παιδιά)

2.«΄Εξω απ΄τη χρυσή κορνίζα» (νεανικό μυθιστόρημα)

 


«Οι αόρατες κλωστές» 

H ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή. ΄Εγινε μια φορά κι έναν καιρό… Την ανασύρω άσβεστη μέσα από τη μνήμη μου, όπως όλες τις εξαιρετικές ιστορίες της δασκαλικής μου ζωής. Είναι γεμάτη από συναίσθημα. Και συνοδεύεται από μια παράξενη μουσική καμωμένη από αδύναμες, κοφτές φωνούλες, -ερώτηση κι επιθυμία μαζί-. Η ίδια πάντα. Σ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής εκείνης χρονιάς…

-Κυ-ρί-α, να κα-θί-σω ε-κεί;

Της άρεσε συνέχεια να αλλάζει θέσεις. Το «εκεί» ήταν μια άδεια θέση από κάποιο παιδί που έτυχε να αρρωστήσει και να απουσιάζει τη συγκεκριμένη μέρα.

Εγώ είμαι η «κυρία» της ιστορίας, και το κοριτσάκι, η ΄Αννα, ένα από τα παιδάκια της τάξης μου: Τετάρτη Δημοτικού, έτος 1990 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας.

Πρόσωπο αλαβάστρινο. Ματάκια, φρυδάκια, μυτούλα, χειλάκια, αυτάκια, συμμετρικά. Μαλλάκια ίσια, καστανά, μέχρι τους ώμους της. Κορμάκι ψηλό κι αδύνατο, σαν κοντάρι σημαίας, χωρίς τη σημαία. Πάντα καθαρή και περιποιημένη. Σκέτη γλύκα. Αυτή ήταν η Άννα!

Ένα παιδάκι όμορφο, σαν όλα τα παιδάκια της ηλικίας της, αλλά διαφορετικό. Μόνο στο παιχνίδι «Αγαλματάκια αμίλητα κι ακούνητα» έμοιαζε με κείνα. Και στη φωτογραφία επίσης. Γιατί κι εκεί, αμίλητη κι ακούνητη ήταν. Αλλά η Άννα δεν ήταν ούτε άγαλμα, ούτε φωτογραφία! Ήταν ένα παιδί! Διαφορετικό, αλλά παιδί.

Η παραμικρή της κίνηση, η παραμικρή της κουβέντα φανέρωνε τη διαφορετικότητά της. Όλα της τα μέλη φάνταζαν δεμένα θαρρείς από αόρατες γερές κλωστές, σαν να μην ήταν παιδί, αλλά μαριονέτα. Προπαντός μαριονέτα. Πάλευε η καημενούλα να ελευθερωθεί απ’ τις κλωστές, αλλά δε μπορούσε… Κάποιος, -αλλά ποιος;-, τις κρατούσε γερά και τις κουνούσε όταν κι όποτε αυτός ήθελε… Έβαζε τα δυνατά της αυτή, να του ξεφύγει, αλλά πού; Δεν όριζε τίποτε. Ούτε τα χέρια της, ούτε τα πόδια της, ούτε το κορμάκι της, ούτε καν τη φωνή της… Μόνο δικά της, αποκλειστικά δικά της, τα μάτια της! Ανοιχτά στο φως και τη ζωή, όπως τα παράθυρα των φυλακών.

Μιλούσε ελάχιστα. Η κάθε της κουβέντα, άθλος σωστός. Δεν έβγαινε απ’ τα χείλη της, αλλά απ’ ολόκληρο το κορμί της, χωρισμένη σε φωνούλες με τις οποίες προσπαθούσε να εκφράσει τις ανάγκες της, σ’ όλους εκείνους που –δυστυχώς, ήταν πολλοί- από λύπη, φόβο, αλλά και ντροπή για τη δική τους ευκολία, απέφευγαν να την κοιτάξουν στα μάτια.

Η Άννα δεν ήξερε να διαβάζει..Αναγνώριζε μόνο μερικά γράμματα ,τα σύνδεε σε απλές συλλαβές, με τη βοήθειά μου πάντα, αλλά ποτέ σε λέξεις. Στη δεύτερη συλλαβή, ξεχνούσε την πρώτη, και στην τρίτη τις δυο προηγούμενες.

Ούτε και να γράψει μπορούσε. Όλα τα γραπτά της, γίνονταν από δυο μόνο γράμματα: το όμικρον και το γιώτα. Το ένα το ’γραφε πλάι στο άλλο, δυο ξεχωριστές υπάρξεις που δεν κατάφερναν να σμίξουν… Το όμικρον, αν κι ελλειπτικό στον κύκλο του, ήταν πάνω στη γραμμή. Ένας στρουμπουλός επιστάτης του νόμου, στην υπηρεσία ενός καχεκτικού γιώτα, που αποδεικνυόταν κατά συρροή απείθαρχο!

Μέσα στη τάξη γενικά ήταν ήσυχη. Άλλες φορές έμοιαζε να με παρακολουθεί με προσοχή, άλλες αναμετριόταν με τον ύπνο, που της βάραινε τα βλέφαρα κι άλλες προσπαθούσε να ταχτοποιήσει πότε τα μολύβια της στην κασετίνα και πότε τα βιβλία της στη τσάντα της.

Δεν ξέρω τι απ’ όσα έλεγα περνούσε το πορτόνι του μυαλού της. Δεν ξέρω επίσης πώς ένιωθε καθισμένη τόσες ώρες στην καρέκλα, -εξάωρα καθημερινά-.

Κάθε ώρα φρόντιζε, κοιτάζοντας τα άλλα παιδιά γύρω της, να βγάζει πάνω στο θρανίο της το αντίστοιχο βιβλίο με το μάθημα που κάναμε και το ίδιο κάθε φορά τετράδιο αντιγράφοντας απ’ τον πίνακα ό,τι έγραφα εγώ, μεταφρασμένα στο δικό της αλφάβητο, το αλφάβητο με τα δυο γράμματα: το όμικρον και το γιώτα. Με τον ίδιο αλφάβητο έλυνε όλες της τις ασκήσεις: είτε των Μαθηματικών, είτε της Γλώσσας, είτε της Ιστορίας, είτε της Μελέτης περιβάλλοντος, γεμίζοντας τις άδειες γραμμές κάτω από κάθε πρόβλημα ή ερώτηση με το όμικρον και το γιώτα.

Όταν τελείωνε ερχόταν πάνω στην έδρα και περίμενε μαζί με τα άλλα παιδιά υπομονετικά στην ουρά να της τα διορθώσω.

Της έλεγα «Μπράβο!». «Μπράβο, που έγραψες!», κι ήταν αλήθεια. Αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Μέσα μου πάλευα. Αναρωτιόμουνα αν ήταν σε θέση να συγκρίνει τα γραπτά της με τα γραπτά των άλλων παιδιών και σε τι βαθμό. Προσπαθούσα να δω στο πρόσωπό της τις αντιδράσεις της, να καταλάβω. Δεν έβλεπα παρά το ίδιο κάθε φορά λυπημένο χαμόγελο.

Κανένα παιδί δεν την κορόιδεψε ποτέ! Ο σεβασμός ήταν ό,τι πολυτιμότερο πέτυχα μέσα στην τάξη, αλλά και στα διαλείμματα για κείνη. Ο σεβασμός …κι η χαρά μας για κάθε γραμματάκι που ονόμαζε, για κάθε κουβεντούλα που έλεγε…

«Μπράβοοοο!» τη χειροκροτούσαμε όλοι μαζί κι ήταν αυτό το «Μπράβο!», παρακίνηση, επιθυμία, πρόσκληση συμμετοχής, ελπίδα… Το συνήθισε, το περίμενε, το αναζητούσε. Μας το θύμιζε, με τον τρόπο της πάντα.

Όμως… Ο χρόνος που μπορούσα να της διαθέτω καθημερινά ήταν λιγοστός, φορές-φορές ανύπαρκτος. Τα μαθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα βιβλία δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια για στάσεις απ’ τη μια κι απ’ την άλλη τα υπόλοιπα παιδιά δεν ήταν όλα άριστοι μαθητές. Είχαν τις δυσκολίες τους και την ανάγκη μου. Έπρεπε να τα βοηθήσω να φτάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί εκείνα με τη βοήθειά μου μπορούσαν να φτάσουν. Η απόσταση ήταν μικρή. Στην Άννα όμως η απόσταση φάνταζε τεράστια.

Ήμουνα πολύ προβληματισμένη κι ανήσυχη. Ήταν παιδί κι αυτό σαν όλα τα άλλα. Δεν ήταν δέμα να το αφήσω σε μια άκρη να περιμένει… Κι εγώ φορές –φορές, χωρίς να το θέλω, την άφηνα…

Ρώτησα το διευθυντή του σχολείου να μου πει τι ήξερε για την Άννα. Μου είπε ότι γράφτηκε μία χρονιά αργότερα απ’ αυτή που αντιστοιχούσε στη ηλικία της στο σχολείο. Ότι η μαμά της, που ήρθε για την εγγραφή της, δεν του μίλησε παρά ελάχιστα για το πρόβλημά της. Ότι και οι προηγούμενες δασκάλες είχαν την ίδια με μένα ανησυχία και τους ίδιους προβληματισμούς σχετικά με το παιδί. Κι ότι η όποια πρότασή τους για τη μετεγγραφή της σε Ειδικό σχολείο, δεν είχε την αποδοχή της μαμάς της. «Ο νόμος, μην ξεχνάς», μου θύμισε εκείνος, «της δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο θέμα αυτό. Ήσυχη είναι, πρόβλημα δε σου δημιουργεί, μαθήτριά σου είναι, βρες τον τρόπο!» κατέληξε.

Μια ώρα κάθε βδομάδα, –έξω απ’ το πρόγραμμά μου-, καθόμουνα στο σχολείο και δεχόμουνα τους γονείς των μαθητών μου για κουβέντα. Σε μία απ’ αυτές τις ώρες κάλεσα και τη μαμά της Άννας.

Ήθελα να μάθω πώς περνούσε τα απογεύματά της στο σπίτι τους. Αν έπαιζε με άλλα παιδάκια ή μόνη της… -Δεν είχε αδερφάκια, αυτό το ήξερα-. Αν είχε κάποια ιδιαίτερη κλίση, κάποιο ενδιαφέρον… Αν είχε κάποια εξωσχολική δραστηριότητα, αν έκανε φυσικοθεραπεία, κάτι…

Ήθελα να μου πει ακόμα ποιο ήταν συγκεκριμένα το πρόβλημα της Άννας, όπως το ’βλεπε η ίδια, που τη ζούσε καθημερινά. Αλλά κι όπως της το ανέλυσαν οι ειδικοί που την είχαν δει. Τι περιθώρια έδιναν αυτοί για την εξέλιξή της και τι υποδείξεις έκαναν για την επίτευξή της. Το κανονικό σχολείο ήταν ο ιδανικός τρόπος;

Η μαμά της Άννας έφτασε στην ώρα της, παρέα με τη δική της μαμά. Εύχαρις η γιαγιά με ξεχωριστή ζωντάνια και διάθεση για ζωή έφερε, θαρρείς, με την παρουσία της ένα απαλό δροσερό αεράκι μες στη μικρή αίθουσα όπου θα γινόταν η συζήτηση. Ένα αεράκι με μοσχοβολιά από γιασεμί, που γλύκανε μεμιάς την ψυχή μου.

Στα χέρια της, δεν το είχα δει αρχικά, κρατούσε ένα μπουκετάκι από γιασεμιά.

-Τα μάζεψα με την εγγονή μου, μου είπε, πρωί-πρωί για να ’ναι φρέσκα, για σας. Σας έχει μες στην καρδιά της. Σας αγαπάει. Όπως κι εσείς την αγαπάτε. Ξέρει και ξεχωρίζει τους ανθρώπους, η γλυκιά μου! μου χαμογέλασε τρυφερά. Φαινόταν ειλικρινής! Δεν έδειχνε απ’ τους ανθρώπους που νοιάζονται να κερδίσουν μέσα από τα καλά τους λόγια τον άλλο.

Έχω κι άλλα εγγόνια, μου είπε. Κανένα τους δεν έχει τη δική της καρδιά. Η Άννα σε διαβάζει στα μάτια. Σε καταλαβαίνει από απόσταση. Ξέρει πότε πρέπει να μιλήσει και πότε να σωπάσει, πότε είσαι καλά και πότε δεν είσαι, πότε πρέπει να σ’ αγκαλιάσει και πότε να σ’ αφήσει στην ησυχία σου, πότε πρέπει να σου ζητήσει κάτι και πότε όχι. Ακόμα και πότε έχει το περιθώριο να κλάψει ξέρει…. Παράξενο ε; Κι όμως αληθινό! Τίποτε δεν κάνει για να το κάνει! Ούτε μεγάλος άνθρωπος έτσι!

-Είναι έξυπνη η Άννα, μου είπε συγκινημένη. Τόσο που ούτε κι εκείνοι που στ’ αλήθεια είναι δεν την φτάνουν στους τρόπους και τη συμπεριφορά!

Πίσω απ’ αυτά τα έξι γραμματάκια της λέξης έ- ξ-υ-π-ν-η, προσπάθησα εγώ το υπόλοιπο της σχολικής χρονιάς να βρω την Άννα. Την Άννα της γιαγιάς της!

«Άνναααα, Άνναααα, πού είσαι; Μπορείς με τα χτενάκια του έψιλον να χτενίσεις τα μακριά σου μαλλάκια; Τραμπαλίζεσαι, αγάπη μου, πάνω στο ξι; Σε κρατούν, μωρό μου, τα χεράκια σου; Το ύψιλον, γλυκιά μου, το ύψιλον δε μ’ αφήνει να ησυχάσω. Με παρακαλεί να σηκωθώ και να σου φτιάξω μια κούπα ζεστή σοκολάτα. Έλα, κάθισε κάτω απ’ το κατώφλι του πι να την πιεις βλέποντας τη βροχούλα . Για το καλοκαίρι μη νοιάζεσαι, Άννα! Θα κρατήσω το νι για παγωτό χωνάκι! Από σένα δε θέλω παρά να μου χαρίσεις ένα σου χαμόγελο. Ένα χαμόγελο μου φτάνει. Αχ! αυτό το παλτουδάκι, το παλτουδάκι σου με την κουκούλα, σαν ήτα μοιάζει. Τρέχουν οι φίλες σου να σε βοηθήσουν να το φορέσεις. Έλα, Άννα, έλα γρήγορα να βγούμε διάλειμμα, σου λένε, και τα ματάκια σου γελάνε».

Η μαμά της Άννας, όλη την ώρα που ήμασταν μες στην αίθουσα, μαζεμένη στην καρέκλα της, συρρικνωμένη θαρρείς, αν κι αδύνατη στο κορμί, μας παρακολουθούσε σιωπηλή. Το πρόσωπό της, εκεί όπου άλλοτε ανθοφορούσε προκλητικό το λουλούδι της νιότης της αντανακλώντας τη λάμψη των ματιών της, ανέκφραστο και σκοτεινό, σαν καθρέφτης σε πένθος. Εξοστρακισμένη από μέσα της η χαρά. Συντετριμμένα τα όνειρα κι οι επιθυμίες. Η ζωή σε παραίτηση.

Στο απαιτητικό για τη συμμετοχή της στην κουβέντα μας βλέμμα μου αντί να πει κάτι άνοιξε με χέρια τρεμάμενα απ’ την αγωνία μια μεγάλη πάνινη τσάντα, που είχε ακουμπισμένη στα γόνατά της, κι έβγαλε από μέσα ένα από τα βιβλία της τετάρτης τάξης, την Ιστορία. Γυρίζοντας αργά-αργά τις ταλαιπωρημένες από την πολλή χρήση σελίδες της μου ’δειξε υπογραμμισμένες από την ίδια τις πιο σημαντικές προτάσεις του κάθε μαθήματος, πασχίζοντας να κερδίσει μα σε νεύμα, μα σε κίνηση, μα σε λόγο την επιβεβαίωσή μου, σαν να ήταν εκείνη η κρινόμενη κι εγώ ο κριτής της. Αποσβολωμένη εγώ της ζήτησα να συνεχίσει… Αναζήτησε μέσα απ’ την τσάντα το γαλάζιο ντοσιέ, -είχε κι άλλους, όπως πρόλαβα κι είδα, σε διάφορα χρώματα ο καθένας τους-. Τον άνοιξε προσεκτικά στο αντίστοιχο με τις υπογραμμισμένες φράσεις κεφάλαιο και….

Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την έκπληξή μου!

Κάθε σημαντική πρόταση στο βιβλίο είχε την αντίστοιχη μετάφρασή της σε μια ιδιαίτερη, δικής της επινόησης, ιερογλυφική γραφή, πάνω στη λευκή σελίδα, για να κατανοεί η Άννα το περιεχόμενό της! Έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα! Ήταν το δίχως άλλο ένα φανταστικό κόμικς! Αποτέλεσμα μιας πολύωρης προσπάθειας, εμπλουτισμένης από το ταλέντο και το μεράκι της!

Αν ήμασταν φίλες και μου ’δειχνε τη δουλειά της θα την είχα προτρέψει να αναζητήσει τρόπους, το συντομότερο δυνατόν, να την επικοινωνήσει με ειδικούς για να εξασφαλίσει, μέσα απ’ αυτή, το καλλιτεχνικό της μέλλον.

Σα δασκάλα της Άννας, ένιωσα δέος. Τόσος κόπος… Τόσος χρόνος… Τόση προσπάθεια… Τόση αγωνία… Τόσος καημός… Απόρησα με τη λογική της. Τρόμαξα με τις προσδοκίες της. Τρελάθηκα από την άρνηση της αποδοχής της πραγματικότητας του παιδιού της. Από την τύφλωσή της. Λέξεις-πέτρες σωριάστηκαν μέσα μου ευθύς έτοιμες να την πετροβολήσουν. Πριν βάλω σε κίνηση τον καταπέλτη…

-Βάλ’ τα μέσα κόρη μου, αυτά, πετάχτηκε πάνω η μάνα της. Δεν ξέρει, θαρρείς εσύ, η δασκάλα πόσο προσπαθείς; Πόσο νοιάζεσαι; Αλλοίμονο!

Εσύ δε θέλησες να κάνεις δεύτερο παιδί για να μη στερήσεις της Άννας μας το χρόνο. Εσύ αρνήθηκε τη ζωή σου όλη, παιδί μου! Δεν άφησες τον εαυτό σου να ζήσει ούτε μια τόση δα μικρή χαρά από τότε που κατάλαβες τι της συμβαίνει. Ως και τον άντρα σου έχασες! Τι άλλο πιο πολύ;

Ακολούθησαν δευτερόλεπτα ιερής θα έλεγα εγώ, υποβλητικής σιωπής. Ο πόνος της μάνας, στο πρόσωπο της γιαγιάς, για την κόρη της, τη μάνα της ΄Αννας, με συντάραξε. Δυο φράσεις του Ευαγγελιστή Μάρκου κατέκλυσαν το μυαλό μου.

«Ο δε Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσεν. Και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο, απ’ άνωθεν έως κάτω».

-΄Ελα να φύγουμε, σιωπηλά σήκωσε εκείνη την κόρη της.

Χωρίς τίποτε να μου πει μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Με θέρμη. Να σ’ έχει ο Θεός καλά! μου ψιθύρισε. Χαλαρώνοντας μου ’πιασε τα χέρια μες στα δικά της και μου τα φίλησε με σεβασμό σαν τα ’ταν εικονίσματα.

Με τη σειρά μου έσφιξα κι εγώ το ξέπνοο χέρι της κόρης της, της μαμάς της ΄Αννας.. Ένα λυπημένο χαμόγελο, κατάιδιο με της κόρης της, της Άννας, είδα να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.

Ευτυχώς δεν είχα άλλους γονείς εκείνη τη μέρα. Ούτε και άλλο μάθημα στη συνέχεια. Ένιωσα την ανάγκη να βγω έξω στο προαύλιο να ανασάνω φρέσκο δροσερό αέρα, να χαλαρώσω…

Σπόροι οι σκέψεις μου, βιαστικοί διεκδικούσαν τη συμμετοχή μου: τη δροσιά του νερού και του ήλιου τα συγκρατημένα χάδια, για να ξεδιπλώσουν τα φύτρα τους, άλλα να πάρουν τον ανήφορο να γίνουν βλαστοί κι άλλα τον κατήφορο να γίνουν ρίζες.

Δεν ενέδωσα στη βιασύνη τους… Ωριμάζοντας εγώ, ο καθένας τους αποχτούσε ρίζα και βλαστό κι έκανε την εμφάνισή του στις επιλογές μου. Δειλά και προσεκτικά στην αρχή, με σιγουριά στη συνέχεια. Με τον καιρό έπαψα ν’ ανησυχώ για την Άννα. Έπαψα να προβληματίζομαι. Χωρίς να πάψω να την αγαπώ και να την προσέχω μ’ ένα άλλο τρόπο, όμως, πια!

Σεβάστηκα το γεγονός ότι ήμουνα «δεμένη» με τις αόρατες κλωστές του νόμου, που έλεγχαν τις κινήσεις μου, μου επέβαλαν το ρόλο μου και μου καθόριζαν τη στάση μου. Δεν είχα παρά να τον αγαπήσω αυτό το ρόλο και να τον παίξω όσο καλύτερα μπορούσα για την Άννα.

Ήθελα να της δώσω χαρά, να λιγοστέψω το χρόνο που έμενε καθηλωμένη στην καρέκλα και να της μάθω να διαβάζει το μεγάλο βιβλίο της ζωής, το πιο σημαντικό απ’ όλα.

Με κάθε ευκαιρία, αφήναμε τα θρανία και βγαίναμε έξω για μάθημα. Στην αυλή, στο πάρκο, στον κήπο με τα αγάλματα, στη θάλασσα…

-Μπουφάν και φύγαμε! τους έλεγα. Κι αυτά ξεσήκωναν τον τόπο απ’ τις φωνές τους.

Το πιο ατίθασο και ζωηρό παιδί της τάξης τη βοηθούσε υπομονετικά να φορέσει το παλτουδάκι της.

-Θα την κρατάω εγώ, κυρία, απ’ το χέρι στη γραμμή, μου ’λεγε και την κρατούσε και τη νοιαζόταν με μια τρυφερότητα συγκινητική. Αυτή αφηνόταν στη φροντίδα του με το γνώριμο σε μένα λυπημένο της χαμόγελο.

Στις εκδρομές τα κορίτσια τη βοηθούσαν να βγάλει το παλτουδάκι της και να το απλώσει στο γρασίσι και να καθίσει παρέα τους. Της άρεσε πολύ να κάθεται μαζί τους. Τα παρακολουθούσε να μιλούν, να γελούν, να παίζουν, -γιατί όλο και μερικά παιχνίδια φέρνανε μαζί τους-, ή να ανταλλάζουν αυτοκόλλητα απ’ τις συλλογές τους .

Είχε κι η Άννα ένα ντοσιέ με αυτοκόλλητα. Το παίρνανε τα κορίτσια, το φυλλομετρούσανε και διαλέγανε ποια προτιμούσαν.

-Άννα, να πάρω τούτο και να σου δώσω αυτό; τη ρωτούσαν.

-Ναι, κουνούσε το κεφάλι της εκείνη ευχαριστημένη. Ουδέποτε έκλαψε για αδικία.

Ένα χρόνο δεν είδα δάκρυ να φεύγει απ’ τα ματάκια της. Ούτε κι όταν είχε πυρετό και την πονούσε η κοιλιά της.

-Θέ-λω τη μα-μά μου, μου ζήτησε.

Της τηλεφώνησα κι ήρθε και την πήρε.

Όσο για το γέλιο της…, αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Είχαμε πάει με τα παιδάκια της τάξης μου πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων επίσκεψη στο Ειδικό σχολείο της πόλης μας για να τους ευχηθούμε «Χρόνια πολλά!»

Με το που μας άνοιξε ο Διευθυντής την πόρτα ένας ολοφώτεινος κόσμος ντυμένος με ζωγραφιές στα χρώματα του ουράνιου τόξου ξανοίχτηκε μπροστά μας. Μας συνόδευσε στις τάξεις των παιδιών όπου οι δάσκαλοί τους πρόθυμοι μας εξήγησαν τον τρόπο που δουλεύουν και μας έδειξαν το τι έχουν μάθει και πώς, ενώ τα παιδιά όλο χαρά μας έδειχναν τα τετράδιά τους, τις ζωγραφιές τους και μας έλεγαν ποιήματα και τραγούδια. Δυο, το πολύ πέντε παιδάκια, είχε το κάθε τμήμα. Ανάλογα με τις δυσκολίες τους και το ρυθμό τους στη μάθηση. Δεν έτρεχαν εκεί στα μαθήματα όπως εμείς. Εκεί περίμεναν… Μπορούσαν να περιμένουν… .

Η Άννα τα πλησίασε στην αρχή δειλά με το συνηθισμένο λυπημένο της χαμόγελο, που όσο περνούσε η ώρα γινόταν γέλιο που φώτιζε το πρόσωπό της και γλύκαινε με μια παιδιάστικη ανεμελιά τη μορφή της. Μόλις μπήκαμε στην αίθουσα της γυμναστικής άρχισε να πηδάει γελώντας πια πάνω στο τραμπολίνο με τη βοήθεια της γυμνάστριας. Μόνη της ζήτησε να μοιράσει τις καραμέλες που φέραμε στα παιδάκια. «Θα κρατώ εγώ τη σακούλα», προθυμοποιήθηκε μια φίλη της και συμμαθήτριά της, που πάντα την προστάτευε.

Ο χρόνος κύλησε όπως το νερό. Οι διακοπές των Χριστουγέννων έδωσαν τη σειρά τους στις διακοπές του Πάσχα κι ύστερα στις μεγάλες διακοπές του καλοκαιριού.

Τη μέρα που δίναμε τα ενδεικτικά η Άννα ήρθε χαρούμενη στην τάξη ντυμένη με τα καλά της στο πλάι της μαμάς της, όπως τα περισσότερα παιδιά, να με χαιρετήσουν και να τους χαιρετήσω. Κάθισαν στο τελευταίο θρανίο. Η ΄Αννα, γιατί δε βιαζόταν όπως τα υπόλοιπα να ξεπορτίσει και να ανακατευτεί με τα εκτάκια που έπαιζαν έξω στις βρύσες μπουγέλο. Κι η μαμά της από ανάγκη να περιφρουρήσει τη μοναξιά της….

Όταν η αίθουσα άδειασε η Άννα …έτρεξε να μ’ αγκαλιάσει. Μου κρατούσε στα χέρι της ένα γράμμα.

Το ανοίγω εγώ όλο χαρά και τι να δω!

Το όμικρον το είχε κολλήσει με το γιώτα, κι είχε γίνει «α»! Μπράβο Μπράβο! άρχισα να χτυπάω παλαμάκια. Δε νοιάστηκε καθόλου για το ενδεικτικό της.

Αγκάλιασα στη συνέχεια τη μαμά της με την ίδια θέρμη που με είχε αγκαλιάσει η γιαγιά της.

Σαν χαλαρώσαμε πήρα από το γραφείο μου το ενδεικτικό της Άννας και της το έδωσα. «Αυτό είναι για σένα!» της είπα συγκινημένη. «Μόνο για σένα! Κρίνεσαι άξια για την επόμενη φάση, πες το τάξη εσύ, της ζωής σου! Η μάνα σου τελικά είχε δίκιο. Η Άννα είναι έξυπνη. Σε νιώθει και σε καταλαβαίνει Και ξέρεις, τι θέλει; τη ρώτησα. Να είσαι ευτυχισμένη μαζί της! Μόνο ευτυχισμένη. Δεν είδες πως έσμιξε το γιώτα με το όμικρον στο γράμμα που μου έδωσε;»

Χωρίς κανένας να την καθοδηγήσει η Άννα ξεπερνώντας την αντίσταση των αόρατων κλωστών που την παίδευαν κατάφερε και πλησίασε τη μαμά της κι έπεσε στην αγκαλιά της. «Μα-μά σ’ α-γα-πώ, διακεκομμένες οι φωνούλες έβγαιναν από μέσα της με πολλή χαρά!