Φωτεινή Μυλωνά: “αναζητήστε την αιτία, που σας αναγκάζει να γράφετε”
Γνωρίζουμε καλύτερα την Φωτεινή Μυλωνά, που κέρδισε άξια το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Πεζογραφίας, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ
-Πότε ξεκινήσατε να γράφετε και με τι είδος πεζογραφίας καταπιαστήκατε;
Ξεκίνησα να γράφω από το Δημοτικό σχολείο. Ήταν, αρχικά, ένα παιχνίδι δημιουργίας. Είχα το προνόμιο από το δάσκαλό μου, (χρόνια πολλά αργότερα, βλέποντας βιβλία του, κατάλαβα ότι κι ο ίδιος είχε λογοτεχνική φλέβα), να δημιουργώ, –ποιήματα, μικρά σκετσάκια-, έχοντας σαν αφόρμηση το εκάστοτε κείμενο της ανάγνωσης.
Οι γονείς μου ήταν αγράμματοι, για να χαρακτηρίσουν την ευκολία της γραφής μου χάρισμα. Αυτό το κατάλαβα πολύ-πολύ αργότερα. ΄Εφηβη άρχισα να γράφω σκέψεις μου, αποκλειστικά για μένα, και ποιήματα. Στο Γυμνάσιο, θυμάμαι, είχα κάνει μια προσπάθεια να γράψω την ιστορία ενός κοριτσιού, που είχε παράλληλη με τη δική μου ζωή. Δεν το τελείωσα. Το πρώτο έργο με το οποίο απευθύνθηκα στους εκδότες και μου χάρισε έναν έπαινο από τον Κύκλο του Ελληνικού παιδικού βιβλίου ήταν Το «Είμαι η Αλίκη», μικρές ιστορίες για παιδιά, -τα παιδιά μου-. Οι ιστορίες με τον καιρό εξελίχτηκαν σε νεανικά μυθιστορήματα, διηγήματα και τέλος μυθιστορήματα για ενήλικες.
-Πείτε μας δύο λόγια για το διήγημα που στείλατε. Από πού εμπνευστήκατε, πότε το γράψατε κτλ.
Συνήθως δε στέλνω νέα έργα μου σε διαγωνισμούς ή σε εκδότες. Τα αφήνω καιρό στα συρτάρια μου κι επανέρχομαι σ’αυτά αργότερα, με μια άλλου είδους ωριμότητα. Η κρίση μου αυτή σηματοδοτεί την πορεία τους από κει κι ύστερα. Κάτι ανάλογο έγινε και με το συγκεκριμένο έργο. Οι εμπνεύσεις μου έχουν τη σφραγίδα των εντυπώσεων και των συναισθημάτων μου απ’ την οικογενειακή μου ζωή, τη δουλειά μου, την κοινωνική μου ζωή και τη διαρκή επαφή μου με το βιβλίο.
-Τι σημαίνει για εσάς η συγγραφή;
Το θέμα με έχει απασχολήσει πολλές φορές. Πάντα προσπαθούσα να εξηγήσω την ολοένα αυξανόμενη, και πιεστική θα έλεγα, εσωτερική μου ανάγκη να γράφω. Νέα ακόμα ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο του Ρενέ Μάρια Ρίλκε «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή»
Μέσα από τα λόγια του Ρίλκε και τη δική του απάντηση στον νέο ποιητή, θα σας δώσω και τη δική μου απάντηση στο ερώτημά σας.
«..Βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας», του λέει, «αναζητήστε την αιτία, που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: Θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ’ απ’ όλα αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: «Πρέπει να γράφω;». Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντί στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό: «Πρέπει», τότε πλάστε τη ζωή σας σύμφωνα μ’αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδεια ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής.»
Αυτό το «πρέπει», λοιπόν, με καθορίζει.
-Τι βιβλία προτιμάτε να διαβάζετε;
Μυθιστορήματα που διαπραγματεύονται τις ανθρώπινες σχέσεις και ποίηση. Τώρα τελευταία βρήκα σημαντικό ενδιαφέρον στην ιστορία.
-Πώς πήρατε την επιλογή να δηλώσετε συμμετοχή στον διαγωνισμό;
Πρόταση της κόρης μου ήταν. Εκείνη μου έστειλε τον δικτυακό σας τόπο. Από κει κι ύστερα η απόφαση ήταν δική μου.
-Καθώς λεγόμαστε “I Travel Poetry”, θέλουμε να μοιραστείτε μαζί μας τον αγαπημένο σας προορισμό και ένα αγαπημένο σας ποίημα.
Αγαπημένος μου προορισμός είναι οι Πρέσπες. Η βιοποικιλότητα της περιοχής κι η ομορφιά της.
Και ποίημα το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη στην ολότητά του. Ένα ποίημα σε μορφή δέησης, γέννημα μιας ακραίας αντίθεσης με διαφορά ενός 24ώρου, που συντάραξε τον ποιητή, με κύρια πρόσωπα παιδιά. Τα παιδιά της Ελλάδας που άφηνε πίσω του το 1948 φεύγοντας για Ελβετία. Παιδιά «βρώμικα, σκελετωμένα, με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα», απ’ τη μια. Και τα παιδιά της Ελβετίας του συνάντησε στη βόλτα του στο πάρκο, «που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα…»
«Αυτή, σκεπτόμουνα», λέει ο ποιητής με περισσή λύπη, « ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε τον δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει».
Το θεωρώ διαχρονικό και γιατί όχι; επίκαιρο!