Στο στήθος μου κρατώ μπολιασμένες τις φωτιές που ακόμη καίνε στις κορυφές των βουνών.

 

Κοιτάξτε πως φωτίζουν τα ονόματα αυτών που κρατούν στα χέρια τους το πυρωμένο ξίφος

 

 

Στο λαβωμένο χώμα που πατώ, φυτρώνουν λουλούδια με γλυκά αρώματα

Στα πέταλα τους γράφονται οι στίχοι της Αναστασίας

Και τους μαζεύω έχοντας στα αυτιά μου όλα τα ονόματα

Αυτών που έζησαν και πέθαναν για την ελευθερία

 

 

Και όταν το βλέμμα υψώνουμε ψηλά στους δρόμους των ανέμων

Φαίνονται ακόμη τα φτερουγίσματα των αετών που μας αρνήθηκαν

Πετώντας ευθύς στις φωτιές του ουρανού και στα σύννεφα βυθίστηκαν

Έχοντας στο μάτι τους την σιδερένια βούληση των μύθων

 

 

Με την γλώσσα μου χαράζω στην πέτρα τις μορφές τους

Στο χώμα το αίμα τους έγινε κρασί και σώμα

Σε κάθε φύλλο, σε κάθε βράχο και σε κάθε ουράνιο χρώμα

Μένει αιώνιο και ακούγεται καθάριο το όνομα τους

 

 

Πως μνημονεύεται ο αγώνας των νεκρών;

Πως μιλούμε με ψίθυρους στη νύχτα των ψυχών;

Πως κοιτούμε με βλέμμα που φλέγεται τους ουρανούς να ανοίγουν;

Πως μένει η καρδιά μας ακίνητη όταν οι άγγελοι σαλπίζουν;